Ε’ ΜΕΡΟΣ

ΠΟΙΗΤΗΣ
285 Ας έρθομε στου αλλού Ρηγός, Ηράκλη, οπού στη μάχη
τον Βλαντιστράτη ενίκησε, δίχως ολπίδα να’χει.
Ας πούμεν την αγκούσαν του, την πρίκαν, και τα βάρη,
που τον Ρωτόκριτο νεκρόν κι αποθαμένο εθάρρει.
Γιατί το αίμα στην καρδιάν ήτρεξε να βουηθήσει, 5
κ’ ήτονε χρεία τ’ άλλο κορμί χλομόν, κρυό ν’ αφήσει.
Κι ωσάν το λίθο επόμεινε, κι ουδ’ αναπνιά γρικάται,
κείνη την ώρα ωσά νεκρός καθολικά λογάται.
Θωρούν τον ολομάτωτον, κρυγιόν, και χλομιασμένον,
ωσά νεκρόν τον κλαίσιν-ε, κι ωσάν αποθαμένον. 10
Δεν τον εκράτειε ζωντανόν ο Ρήγας, μηδέ οι άλλοι,
κ’ ήτον ο πόνος του πολύς, κ’ η πρίκα του μεγάλη.
Κρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυα τον εφίλειε,
λόγια πολλά λυπητερά και θλιβερά του εμίλειε·

ΡΗΓΑΣ
“Ώφου κακόν σού το’καμα, δράκοντα και στρατιώτη, 15
κ’ ίντα άδικα για λόγου μου εχάθη-ν έτοια νιότη!
Κι ας ήξευρα τον τόπον σου, και πού’ναι οι εδικοί σου,
να σ’ εσυντρόφιαζα ώς εκεί, να’καμα τη θαφή σου.
286 Για μένα-ν εις τα βάσανα και Θάνατον εμπήκες,
και μιάν πληγήν παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες. 20
Κι ας είχες είσται ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω,
τες χώρες, και τα πλούτη μου, κι ό,τι έχω, να σου δώσω.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εφίλειεν τον-ε σπλαχνικά, στα χέρια του τον έχει,
και με το κλάημα το συχνιό το πρόσωπόν του βρέχει.
Σ’ τούτα τ’ ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνει, 25
στη στόρησιν τη ζωντανήν ο Ρώκριτος γιαγέρνει.
Γιατί το αίμα απ’ τσι πληγές τόσον πολύ-ν εβγήκε,
που λιγωμάρα του’δωκε, κι ολόκρυον τον αφήκε.
Και τ’ άλλον αίμα του κορμιού, που’τον απομονάρι,
ήτον τριγύρου τση καρδιάς, να τση πληθαίνει [η] χάρη. 30

§Σαν επαρασυνήφερε, τα μάτια αναντρανίζει,
και προς το Ρήγα σπλαχνικά το πρόσωπο γυρίζει.
Μιλεί, παρηγορά τον-ε, κ’ εφίλειεν του το χέρι,
λέγει του, γλήγορα γιατρό να πέψει να του φέρει.
Πολλή χαράν ο Βασιλιός επήρε, κι όλοι οι άλλοι, 35
πέμπει στη Χώραν, και γιατροί ήρθαν οι πλιά μεγάλοι.
Και πριν τον-ε σηκώσουσι, στη Χώρα να τον πάσι,
του εξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσει.
Βρίσκουν εφτά λαβωματιές, και τσ’ έξι δεν ψηφούσι,
μα εκείνη, οπού’τον στο βυζί, φοβούνται και δειλιούσι. 40
Κράζουν το Ρήγα σ’ μιά μερά, κι όλοι οι γιατροί τού λέσι,
πως τα πενήντα να χαθεί, κ’ εις το’να να κερδέσει.
Ο τόπος ήτονε ακριβός, κ’ έχουν ολίγη ολπίδα,
γιατ’ ήσωνε η λαβωματιά, κ’ ετρύπα την παγίδα.
Χώνει την πρίκα ο Βασιλιός, ο-για να μη δειλιάσει 45
ο λαβωμένος, [μ]α πονεί, πως θέ’ να τον-ε χάσει.
Σμίγουσι ξύλα με καρφιά, κι απάνω τον-ε βάνουν,
και με μεγάλη μαστοριάν ανάπαψιν του κάνουν,
287 να μη σαλέψει, να πονεί, πάν’ τον εις το Παλάτι,
κι όλη τη στράτα ο Βασιλιός τη μιάν του χέρα εκράτει. 50
Στην κάμερα την πλι’ όμορφην, την παραχρουσωμένη,
κ’ εις το κλινάρι τσ’ Αρετής τον ήβαλε να μένει.

§Εκάτεχε την κάμεραν, κι ως τον εβάλα’ μέσα,
γρικά τα φύλλα τση καρδιάς χαίροντας κ’ επονέσα’.
Είχε χαράν πως βρίσκεται στη μυρισμένη κλίνη, 55
που εμεροξημερώνουντον η Κόρη που τον κρίνει.
Μα πάλι, ως είχε θυμηθεί, πού γέρνεται, πού μένει
για λόγου του μιά του Κερά ακριβαναθρεμμένη,
εγρίκα μέσα στην καρδιά μαχαίρι, και πληγώνει,
μ’ απόξω δεν του εφαίνετο, μα μέσα του το χώνει. 60
Πούρι επαρηγοράτονε, κι ο-για καλό σημάδι
το’χε, κι ολπίζει γλήγορα να σμίξουσιν ομάδι.
Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα’,
κι αρχίσαν κ’ οι λαβωματιές καλύτερα κ’ επηαίνα’.

Εγρίκησε κ’ η Αρετή, κ’ ήμαθε τα μαντάτα, 65
το πως ο εχθρός εμίσεψε μ’ όλα του τα φουσάτα,
κ’ ενίκησεν ο Κύρης τση, κ’ η Χώρα εξεσκλαβώθη,
κι από τους τόσους σκοτωμούς, κ’ έξοδες ελυτρώθη.
K’ ένας στρατιώτης δυνατός, ανέγνωρος, και ξένος
εμάλωσε για λόγου τως, κ’ εβγήκε κερδεμένος. 70
Γρικώντας ενεδάκρυωσε, λίγη χαράν τσ’ εδίδα’,
αλλού’τονε το θάρρος της, αλλού’χε την ολπίδα.
Με τη Φροσύνην το μιλεί ετούτο το μαντάτο,
πως μ’ εντροπήν εμίσεψε του Βλάχου το φουσάτο.

APEΤΟΥΣA
“Μα ίντα χαράν μπορώ να δω”, ήλεγε προς τη Νένα, 75
“σα βρίσκεται ο Ρωτόκριτος πολλά μακρά στα ξένα;
Κι ας είχεν είσται μπορετό, κ’ η Τύχη ας το’χε φέρει,
να’θελε λάχειν εδεπά το σπλαχνικό μου Ταίρι.
288 Να’θελε μπει στον πόλεμον, και να’θελε νικήσει,
να’θελε πάψει το κακό, και το καλό ν’ αρχίσει. 80
Και του Κυρού μου η όργητα σε σπλάχνος να γυρίσει,
και να τελειώσει η κάκητα, και να τον αγαπήσει.
Μα’λαχεν άλλος, κι ακριβόν ωσάν παιδί τον έχει.
Ώφου, ξενιτεμένε μου, κι ας το’θελες κατέχει,
να’χες πετάξει ωσάν πουλί, να’ρθεις να πολεμήσεις, 85
να λυτρωθείς απ’ την ξενιάν, κ’ εμένα να βουηθήσεις!
Αμέ τση Χώρας οι χαρές ίντα καλό μου κάνουν;
Πλιά γληγορύτερα πονώ, κ’ εις Πάθη πλιά με βάνουν.
Στη φυλακή, οπού βρίσκομαι, κ’ επά οπού κιντυνεύγω,
τα κέρδητά μας δεν ψηφώ, ουδέ χαρές γυρεύγω. 90
Μακρά από ‘πά έχω τσι χαρές, και τίς να μου τσι φέρει;
Ό,τι κι αν έχω, βρίσκεται στου Ρώκριτου το χέρι.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Καημένη, κι ας το κάτεχες, πως εις την κάμερά σου
ευρίσκεται η Αγάπη σου, η ζήση, κ’ η χαρά σου,
και πως εκεί που εκοίτουσου’, στο στρώμα που εκοιμούσου’, 95
γιατρεύγου’ εκείνον που ποτέ δε βγαίνει από το νου σου.
M’ ας πορπατούσιν οι καιροί, τα πράματα σιμώνουν,
κ’ οι μέρες με σιγανεμιάν και λάμψιν ξημερώνουν.
Η σκοτεινάδα εξέφεξεν, η συννεφιά σκολάζει,
οι ανέμοι κατατάσσουσι, καλοκαιράκι βράζει. 100
Και του Κυρού σου η όργητα κ’ η κάκητα μερώνει,
κ’ εδά που αρχίζει το Καλό, σ’ χαρές το ξετελειώνει.

§Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φορές την ώραν,
κ’ ήπεψε ο Ρήγας κ’ ήφερε πρώτους κι απ’ άλλη χώραν.
Ήγιανε κι ο Πολύδωρος, κι αγαλινά όσο ημπόρει, 105
επήγαινε συχνιά-συχνιά, τον πληγωμένο εθώρει.
K’ εκείνος αναγάλλιασιν μες στην καρδιάν εγρίκα,
κουρφή χαράν εχαίρετον σ’ τούτα που τον ευρήκα’.
289 Πολλώ’ λογιών αθιβολές ομάδι εσυντυχαίναν,
με τούτες τσι παρηγοριές, πληγές και πόνοι εγιαίναν. 110
Μεγάλο πράμα-ν ήτονε, να μην του ομολογήσει
του Φίλου του, ποιός ήτονε, να τον παρηγορήσει.

Μιά κάποια Αγάπη εκίνησε, με τρόπον κουρφεμένον,
στο στήθος του Πολύδωρου προς τον αρρωστημένον.
K’ ερέγετο να του γρικά, κ’ εσύχνιαζε να πηαίνει 115
εις το Παλάτι να θωρεί, πώς πάει, και πότες γιαίνει.
K’ εφαίνουντό του ο Ρώκριτος ήτον, όντε του εμίλειε,
και σπλαχνικά συχνιά-συχνιά στο στόμα τον εφίλειε.
Και σα να τ[ο]’θελε γρικά, πως είναι ο σύντροφός του,
έτοιας λογής ερέγετο, να στέκει πάντα ομπρός του. 120
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, και κουρφαναδακρυώνει,
του Ρώκριτου εθυμάτονε, και στην καρδιάν επόνει.
Ο πληγωμένος για να δει, ίντά[‘ν’] κι αναδακρυώνει,
τον ερωτά να του το πει, κ’ εκείνος του το χώνει.

ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Λέγει του· “Φίλον κι αδερφόν έχω μακρά στα ξένα, 125
θωρώ κ’ εις πράματα πολλά ‘μοιότη έχει μετά σένα.
Το πρόσωπόν σου μοναχάς δε μοιάζει μετ’ αυτείνον,
στ’ απομονάρια, όντε σε δω, σα να θωρώ κ’ εκείνον.
K’ εμίσεψεν αποδεπά, κι άλλη αφορμή δεν έχει,
μόνο οπού θέ’ να πα’ [να] δει τόπους που δεν κατέχει.” 130

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ρώκριτος να του γρικά τα πράματα πώς πηαίνουν,
μέσα η καρδιά του ακνογελά, τα χείλη του σωπαίνουν.
Δεν ήθελε κι άλλος κιανείς ποιός είναι να κατέχει,
μα να’ναι πρώτη η Αρετή, κ’ εις τούτο δίκιον έχει.
Και σαν το μάθει εκείνη ομπρός, σαν τση τ’ ομολογήσει, 135
στους άλλους να μαθητευτεί, και το καλό ν’ αρχίσει.

Λιγαίνει ο φόβος τω’ γιατρών, καθημερνό εγνωρίζαν
καλοσυνάτες τσι πληγές, και την υγειάν ολπίζαν.
290 K’ εις λίγες μέρες μιά βουλή δίδουν, να τον πασκάσουν,
και πλιό δεν εφοβούντανε τους κόπους τως να χάσουν. 140
Πολύ θαράπιον και χαράν ετούτα τα μαντάτα
εδίδασι του Βασιλιού, χαιράμενος γρικά τα.
Ολημερνίς, κι οληνυκτίς καθόλου δεν αφήνει
δίχως του τον Ρωτόκριτο μιάν ώρα ν’ απομείνει.
Πάντά’ναι με του λόγου του, καλήν καρδιάν τού κάνει, 145
τούτο με τ’ άλλα γιατρικά θέλουσι τον-ε γιάνει.
Η κάμερα τσ’ Αφέντρας του, και τση Κεράς του η κλίνη,
κι ο Βασιλιός, κι ο Φίλος του, το γιατρικόν του εγίνη.
Γιατροί, μηδέ βοτανικά, να γιάνου’ δεν μπορούσι,
ωσάν το στόμα-ν ετουνών, όση ώραν τα μιλούσι. 150

Ωσάν εκαλυτέρεψε, κ’ εντύθη, κ’ επ[ο]ρπάτει,
ο Βασιλιός αγκαλιαστόν με σπλάχνος τον εκράτει.
K’ ετότες τον ερώτηξε, σαν είδεν την υγειά του,
κ’ είπεν του κ’ έχει πεθυμιά, να μάθει τ’ όνομά του,
κ’ ίντα αφορμή τον ήκαμε κ’ ήρθεν εις την Αθήνα 155
εις-ε καιρό οπού πόλεμος αδυνατός εκίνα.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει του· “Αφέντη, οπού ρωτάς, κάτεχε πως με λέσι
Κριτίδην, κι απ’ το σπίτι μου από καιρό με κλαίσι.
Μικρός εξενιτεύτηκα απ’ τα δικά μου μέρη,
και πορπατώ στην ξενιτιά χειμώνα-καλοκαίρι. 160
Μάναν και Κύρην ήφηκα, κι αδέρφια δυό μεγάλα,
κι απόσταν τως εμίσεψα, μαύρα, θλιμμένα εβάλα’.
Μαντάτο δεν τως ήπεψα, πού βρίσκομαι, να μάθου’,
κι απάνω-κάτω πορπατώ, του ύψου και του βάθου.
Για μιάν κόρη οπού αγάπησα, κ’ αφνίδια την εχάσα, 165
κ’ επόθανε για λόγου μου, την ξενιτιάν επιάσα.
Και μέρα-νύκτα πορπατώ, κλαίγω κι αναδακρυώνω,
κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω.
291 Και το κορμί μου εκούρασα σ’ βάσανα πλιά παρ’ άλλον,
μα επά’λαχα σε κίντυνον παρά ποτέ μεγάλον. 170
Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα,
μα’χα για σένα, Βασιλιέ, για σε, μεγάλε Ρήγα.
Μην πάρουσι τσι χώρες σου, και την εξά σου χάσεις,
και δουν τα μάτια σου πολλά, πριν παρά να γεράσεις.
M’ απείτις και τα πράματα τέτοιας λογής επήγαν, 175
και τον Οχθρό εσκοτώσαμεν, και τα Φουσάτα εφύγαν,
πολλή χαράν κι αμέτρητη γρικώ στα σωθικά μου,
όχι γιατί εσηκώθηκα, κ’ εδά’χω την υγειά μου,
μα το’χω, [γ]ιατί τον Οχθρό σού’διωξα το μεγάλο,
και τούτο με παρηγορά στον Κόσμον πλιά παρ’ άλλο. 180
Μα σ’ τούτον, οπού με ρωτάς, και λέγει η Αφεντιά σου,
ίντ’ αφορμή μ’ επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου,
δεν είν’ καιρός να σου το πω για ‘δά, μα σ’ άλλην ώρα
θέλω σου πει, και πού’μουνε, πού εφάνηκα, σ’ ποιά χώρα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αφήνει ο Ρήγας και μιλεί. Σαν είδε πως σωπαίνει, 185
αρχίζει μ’ όψη ολόχαρη, και παρηγορημένη.

ΡΗΓΑΣ
Λέγει του· “Εσένα πρέπουσιν οι χώρες, οπού ορίζω,
γιατί και πράμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω.
Κι από τη σήμερον κι ομπρός, κι από την ώραν τούτη,
δικές σου να’ναι οι Αφεντιές, οι χώρες, και τα πλούτη. 190
Κι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον Κόσμο, να σ’ αρέσει,
πέ’ το, και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Την ώραν οπού τα μιλεί, στα χέρια τον εκράτει,
κ’ εφαίνετό σου εχαίρετο κ’ εγέλα το Παλάτι.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει του· “Αφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ’ [οι] Αφεντιές σου,
ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν’ πάλι εδικές σου. 196
Εγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο,
κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω.
292 Μεγάλο πράμα σού ζητώ, και μην το πάρεις βάρος,
κ’ εις τούτο μ’ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος. 200

“Κατέχω, πως στη φυλακή βρίσκεται το Παιδί σου,
δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου.
Ετούτον είναι οπού ζητώ, και κάμε μου τη χάρη,
τση φλακιασμένης μήνυσε, Άντρα τση να με πάρει.
Λογιάζω να το συβαστεί, σαν τση το καλοπούσι, 205
τη δούλεψιν, οπού’καμα για λόγου σας, ν’ ακούσει.
Για τούτην ήρθα από μακρά, για Αγάπη τση επολέμουν,
για λόγου της ώς κ’ οι Οχθροί δειλιούν, κι ακόμη τρέμουν.
Εδά’μαθες την αφορμήν, κ’ είδες το ζήτημά σου,
ίντά’τον, οπού μ’ έφερε στα μέρη τα δικά σου. 210
Κι α’ ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου,
και να με κάμεις Τέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου,
κάμε τη να το συβαστεί, να το θεληματέψει,
εμέ να κάμει Ταίρι τση, κι άλλο να μη γυρέψει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ως το’κουσεν ο Βασιλιός, σ’ έγνοια μεγάλη εμπήκε, 215
και να τελειώσει ο Ρώκριτος τα λόγια δεν αφήκε.

ΡΗΓΑΣ
Λέγει του με σπλαχνότητα, κρατώντας του τη χέρα·
“Εις έγνοια, Γιέ μου, μ’ έβαλες ετούτην την ημέρα,
γιατί φοβούμαι, ό,τι ζητάς, να μην μπορώ να κάμω,
και η φλακιασμένη δυσκολιές μου βάνει σ’ κάθα Γάμο. 220
K’ η αφορμή, οπού στη φλακήν τόσον καιρόν την έχω,
κι αγρίεψα τέτοιας λογής, και μερωμό δεν έχω,
είναι, γιατί δεν ήθελε στά’θελα ν’ απακούσει,
κ’ ήδιωχνε πάσαν Προξενιά, να μην τση την-ε πούσι.
Και πάντα στέκει εις μιά βουλή, ποτέ δεν την αλλάσσει, 225
μηνά μου, πως στη φυλακήν εβάλθη να γεράσει.
Μαγάρι εδά να συβαστεί, μαγάρι να το θέλει,
μαγάρι εσένα, όχι αλλουνού, Γυναίκα να σου μέλλει.
293 Στον Ουρανόν παρακαλώ, ό,τι ζητάς να γίνει,
και τ’ άγρια να μερώσουσι, το βάρος ν’ αλαφρύνει. 230
Οπού κιαμιάν κληρονομιά δεν έχω παρά τούτη,
κι όλα δικά τση εμέλλουνταν, οι χώρες και τα πλούτη.
Αν είναι να το συβαστεί, τό πεθυμώ να γίνει,
αλλιώς, εσύ [σ]το πράμα μου, και στη φλακήν εκείνη.

“Μα λέσι μου, πως άσκημη-ν είναι καταστεμένη, 235
ασούσουμη κι ανέγνωρη, άτσαλη, βρομεσμένη.
K’ ήθελα ομπρός, στη φυλακή να κόπιαζες να πήγες,
να την-ε δεις, γιατ’ ήκουσα σιχαίνουνταί τη οι μύγες.
Κι αν είν’ κι ο Γάμος μιληθεί, κάμομε και προσπέσει,
κι απόκει, Γιέ μου, να τη δεις, και να μηδέν σου αρέσει, 240
κι οπίσω να συρθείς εσύ, και να τα δυσκολέψεις,
και να ντραπείς, κι αποδεπά να γέρθεις να μισέψεις,
μου αφήνεις βάρος στην καρδιάν, πληγή πολλά μεγάλη,
αν την αφήσεις, σαν τη δεις, να πά’ να πάρεις άλλη.
Λοιπό’, άμε ομπρός, και δέ’ την-ε, κι απόκει μίλησέ μου, 245
κι ό,τι μπορώ για λόγου σου, εγώ να κάμω, Γιέ μου.
Κι αν τη ρεχτείς, και θέλεις την, ζιμιό να τση μηνύσω,
κι α’ δυσκολέψει, ζωντανή δε θέ’ να την αφήσω.
K’ εσύ να’σαι το Τέκνο μου εις ό,τι κι αν ορίζω,
γιατί ζωή και λευτεριά από λόγου σου γνωρίζω.” 250

ΠΟΙΗΤΗΣ
Απιλογάται ο Ρώκριτος, και προς το Ρήγα λέγει,
κ’ ήσαν τα μάτια του στεγνά, αμ’ η καρδιά του κλαίγει·

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
“Αφέντη, σ’ ό,τι εμίλησες, σ’ ό,τι έχω γρικημένα,
εις-ε σκλαβιάν παντοτινή θέ’ να’μπω μετά σένα.
Δεν έχω παρά μιά ζωή, κι ως θέλεις την-ε κάμε, 255
κι ώστε που να’χω την πνοή, σκλάβος σου θέλω να’μαι.
Τα λόγια τα Βασιλικά έτοιας λογής μ’ επιάσα’,
οπού μ’ εγράψα’ δουλευτήν, και την εξά μου εχάσα.
294 Δε θέ’ πάγω στη φλακήν, κι ας τάξω και θωρώ την,
ως είναι ρέγομαί την-ε, ως είναι πεθυμώ την. 260
Αν ήτονε κι ολότυφλη, κουτσή, και ζουγλοχέρα,
τες άλλες κράζω σκοτεινές, κ’ εκείνη κράζω ημέρα.
Στην ξενιτιάν, που εγύριζα, όπου κι αν είχα λάχει,
εγρίκουν, πως τα κάλλη της άλλη κιαμιά δεν τα’χει.
Και σκλάβος της εγράφτηκα, τα περασμένα αφήκα, 265
κ’ οι πόνοι, οπού μ’ εκρίνασιν, εξελησμονηθήκα’.
Και τόσο μέσα στην καρδιάν τούτην την έγνοια επιάσα,
που εξελησμόνησα εκεινής, οπού έτσι αφνίδια εχάσα.
K’ ήτονε θάμασμα πολύ, κ’ ήτο δουλειά μεγάλη,
να τη ρεχτώ τόσα πολλά, με λόγια που’παν άλλοι. 270
Τη δύναμή μου εγνώρισα, και την εμπόρεσή μου,
κ’ εθώρουν το, κι εγρίκουν το, άξος γι’ αυτή δεν ήμου’.
Κι ουδέ ποτέ στα μέρη σου δεν ήρθα να ξεδράμω,
γιατί δεν ήμου’, ουδ’ ήσωνα να κάμω τέτοιο Γάμο.

“Μα επεί κ’ η Τύχη εθέλησε ξύλα ξερά ν’ ανθήσου’, 275
κι αγάπησές με, Βασιλιέ, κ’ έχεις με σαν παιδί σου,
και διαλεγώνα μ’ έβαλες εις ό,τι κι αν ορίζεις,
για λίγην, κι ουδέ τίβοτσι, χάρη, οπού μου γνωρίζεις,
εδιάλεξα ό,τι μου’ρεσε, κ’ η Μοίρα ας το θελήσει,
ο λογισμός, οπού’βαλα, σήμερο να νικήσει. 280
Κι ο Γάμος αν ξετελευτεί, και δω την πεθυμιά μου,
τότες να πω τη χώρα μου και πού’ν’ τα γονικά μου.

“Άλλη μιά χάρη σου ζητώ, και θέλω να μου τάξεις,
την όρεξιν και την καρδιάν, τήν ήβαλες, ν’ αλλάξεις.
Κι αν είν’ και δεν το συβαστεί, δε θέλω να μανίσεις, 285
μα ό,τι κι αν σου’σφαλε ώς εδά, να τση τα συμπαθήσεις,
κι απ’ τη φλακή, οπού βρίσκεται, να την ελευτερώσεις,
και την ευχή σου σπλαχνικά σήμερο να τση δώσεις.
295 (Κι ως επαράκουσα προχτές, για υπόθεσιν ολίγη
την έχεις μες στη φυλακήν, κ’ έτοια αφορμή ας σου φύγει.) 290
Κι ας είναι μετά λόγου σας, κ’ εγώ’μαι αναπαημένος,
γ-ή θέλει με, γ-ή διώξει με, κράζομαι πλερωμένος.
Κι αν είν’ και θέ’ να παντρευτεί, όποιο τσ’ αρέσει, ας πάρει·
γ-ή πούρι και δε δύνεται, ουδέ θέλει αντρός γομάρι,
οπού’δαμεν κι άλλες πολλές κι αρίφνητες κ’ εκάμα’, 295
μην το κρατείς τόσα βαρύ, τόσα μεγάλον πράμα.
Λοιπόν, ας πά’ να τση το πού’ γοργό οι Μαντατοφόροι,
ν’ ακούσομε ίντα θέλει πει η φλακιασμένη Κόρη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ρήγας ενεδάκρυωσεν, ετούτα να τ’ ακούσει,
κ’ ήπαψε η μάχη του η πολλή, τα σωθικά πονούσι 300
για τη φτωχήν την Αρετή, γιατ’ ήσαν πέντε χρόνοι,
που δεν την είχε για παιδί, κι ουδ’ έκλαιε, ουδ’ επόνει.
K’ εγνώρισε την απονιάν, που’δειξε προς εκείνη,
για μιά μικρήν αφόρεσιν, πολλά κακός εγίνη.
Το Ριζικόν παρακαλεί, εδά να του βουηθήσει, 305
κ’ η Αρετούσα γι’ Άντρα τση τον Ξένο να θελήσει.
Να πάψουν τα φλακιάσματα κ’ η όργητα η μεγάλη,
και μέσα στες αγκάλες του να την-ε βάλει πάλι.

Ήκραξε δυό Πρωτόγερους, από τους πλιά μεγάλους,
οπού’σανε του Παλατιού πλιά φρόνιμοι παρ’ άλλους, 310
και δίδει τως παραγγελιάν, ίντά’χουσι να κάμου’,
κ’ εις ίντα μόδο να τση πουν την προξενιάν του Γάμου.
Επήγασι στη φυλακήν, την Αρετούσα εκράξαν,
κι ωσάν την είδα’, εκλάψασι κ’ εβαραναστενάξαν,
μιάν τως Κερά, ‘νούς Βασιλιού μοναχοθυγατέρα, 315
να την-ε δουν, πώς βρίσκεται εκείνην την ημέρα.
Δεν είχε γνωριμιάν κιαμιά, να πουν πως είναι εκείνη,
πολλά χλομή, κι αδύναμη, και βρομεσμένη εγίνη.
296 Ωσάν Κεράν την προσκυνούν, με φόβον τής μιλούσι,
λογιάζου’ για την Προξενιάν το πώς να την-ε πούσι. 320
Κι αρχίζουσιν από μακρά, φρόνιμα λόγια εσμίγα’,
λέγοντας σ’ ίντα ευρίσκετον η Χώρα με το Ρήγα.
Και πως ολίγον ήλειψεν όλοι να σκλαβωθούσι,
να πάσι μέσα στη φλακήν οι Βλάχοι να τη βρούσι,
σκλάβα να την-ε πιάσουσι, και να την ασκημίσουν, 325
και κουρσεμένην κ’ έρημην τη Χώραν τως ν’ αφήσουν.

ΠΡΩΤΟΓEPOI
“Μα εβούηθησε το Ριζικόν, ήλαχε ξένη γέννα,
κ’ εγλίτωκε το Βασιλιόν, τη Χώρα μας, και σένα.
Εγλίτωκεν ο Βασιλιός, κ’ η Χώρα εξεσκλαβώθη,
και το κορμί σου από ντροπής κάμωμα-ν ελυτρώθη.” 330

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ετούτα αναθιβάλασιν ομπρός, κι απόκει σώνουν
στον τόπο, οπού εξαμώσασι, στην Προξενιά σιμώνουν.
Και μιά, και δυό, και τρεις φορές με γνώση την-ε λέσι,
πάσκου’ να την-ε σύρουσι, να πει, το πως τσ’ αρέσει.

Σαν τση τ’ απομιλήσασιν, η Κόρη αναδακρυώνει, 335
και προς αυτούς λυπητερά τ’ ανάβλεμμα σηκώνει.

APEΤΟΥΣA
Λέγει· “Δεν εβαρέθηκεν ο Κύρης να πειράζει
μιά διπλοκακορίζικη, μα θέ’ να δικιμάζει
έτσι συχνιά για Παντρειάν, οπού καλά κατέχει,
όσες φορές κι αν το μηνά, χαημένον κόπον έχει; 340
K’ εγώ καλλιά’χω οι πλι’ άσκημοι θανάτοι να με βρούσι,
παρά για Παντρειάν ποτέ μαντάτο να μου πούσι.
Κι αν ήρθε Ξένος εδεπά, τη Χώρα να γλιτώσει,
το πράμα, οπού’μελλεν εμέ, πέτε, να του το δώσει.
Κι ας τον-ε βάλει κι από ‘δά εις το Θρονί του απάνω, 345
κ’ εμέ ας αφήσει στη φλακή σα σκλάβα ν’ αποθάνω.
Και μη μου το μηνύσει πλιό, και σώνει ό,τι μου κάνει,
μη θέλει εις πλιά χερότερα βάσανα να με βάνει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
297 Ξαναμιλούν, διατάσσουν την, και λέσιν τση με γνώση,
μη θέλει μέσα στη φλακήν άδικα να τελειώσει. 350
Κι αν αποθάνει έτσ’ άσκημα, με βάρος του Κυρού τση,
τά κάνει αν πάσιν-ε καλά, να βάλει μες στο νου τση.
Κι ας απακούσει σήμερον σ’ τούτα που τση μιλούσι,
και μηδέ δείχνει έτσ’ άγρια, κάθε όντε τση το πούσι.
N’ αναγαλλιάσου’ οι γειτονιές, να λάμψει το Παλάτι, 355
που η Χώρα είναι για λόγου τση δάκρυα, καημούς γεμάτη.
Να ξανανιώσει ο Κύρης τση, να ξανανιώσει η Μάνα,
οπού τους κρίνει ο λογισμός, και ζωντανοί αποθάνα’.

Απόβγαλέ τσι η Αρετή, δε θέ’ να τως [α]κούσει,
λέγει τως, να μην έρθουσι πλιό τούτα να τση πούσι. 360
Μην την εξαναγκάσουσι, κ’ ένα μαχαίρι πιάσει,
και μπήξει το μες στην καρδιάν, όλα να τα σκολάσει.

Επήγασιν οι φρόνιμοι, του Βασιλιού τα λέσι,
όλοι το πρικαθήκασι, και μετ’ εκείνον κλαίσι.
Επιθυμούσανε κι αυτοί να τον-ε ξετελειώσουν 365
το Γάμον, και την Αρετήν έτοιου Γαμπρού να δώσουν,
για να’ναι πάντα Αφέντης τως, στη Χώρα ν’ απομείνει,
κι όλοι τον-ε ρεχτήκασι στον πόλεμον που εγίνη.

Ο Ρήγας δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή να δώσει,
κ’ ελόγιασε, κ’ εβάλθηκε να την-ε θανατώσει. 370
Αν είν’ και τσ’ άλλους ήδιωξε, για τόσο δεν το πιάνει,
μα ετούτος, οπού εβάλθηκε για κείνον ν’ αποθάνει,
να τον-ε διώχνει έτοιας λογής, να μη θέ’ να γρικήσει,
την Προξενιά για το Γαμπρόν κιανείς να τση μιλήσει,
σ’ τούτο δεν έχει απομονή, μα θέ’ να την τελειώσει, 375
κι ομάδι με τη Νένα τση Θάνατο να τως δώσει.

§Και με τα χείλη τα πρικιά, με γλώσσαν μπερδεμένη,
είπασι του Ρωτόκριτου τά’πεν η φλακιασμένη.
298 Χαρά μεγάλη μέσα του εγρίκα όντε του λέσι,
μα όξω δεν εφανέρωνεν εκείνο που του αρέσει. 380
Εγνώρισε της Αρετής την τόση εμπιστοσύνη,
κουρφά επαρηγοράτονε, κι ολόχαρος εγίνη.
K’ εζήτηξε του Βασιλιού θέλημα, να του ορίσει,
να πάει κι αυτός στη φυλακήν, το Γάμο να μιλήσει.
Κι αν τον-ε διώξει η Αρετή, σε βάρος δεν το παίρνει, 385
μα ως πάρει την απόφαση, χαιράμενος γιαγέρνει.
Σαν τση μιλήσει μιά φοράν, πολλές δεν την παιδεύγει,
κι ως δει και δεν το συβαστεί, πλιόν άλλο δε γυρεύγει.
Κεράν του να την-ε κρατεί, σ’ ό,τι καιρόν κι α’ ζήσει.
Κι ο Κύρης τση γι’ αγάπην του λεύτερη ας την αφήσει. 390

ΡΗΓΑΣ
Απιλογάται ο Βασιλιός, λέγει του· “Καλογιέ μου,
μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βούηθησέ μου.
Κάμε τη να το συβαστεί, κάμε τη να θελήσει,
να πει το Ναι στο Γάμο σας, την όργητα να σβήσει.
Στον πόλεμο μου βούηθησες, κι α’ μου βουηθήσεις πάλι, 395
χάρη πολλή κι αρίφνητη είναι κ’ η μιά κ’ η άλλη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκίνησε ο Ρωτόκριτος, κι οπού αγαπά, ας λογιάσει,
τα πόδια του πώς πορπατούν, τα ζάλα του πώς πάσι.
Ξομπλιάζει, πώς να τση το πει, πώς να την-ε κομπώσει,
πώς να μπορεί να κουρφευτεί, και πώς να τση το χώσει, 400
να μην μπερδέσει η γλώσσα του, να βαραναστενάξει,
κ’ η όψη του εκατό φορές, και πλιότερες ν’ αλλάξει.
Καλά και να’ν’ μελαχρινός, γιατ’ ήτονε βαμμένος,
μα εφαίνετον ο-νόστιμος, γλυκύς, και ζαχαρένιος.
M’ όλον που αφήκε τα μαλλιά τόσον κ’ εμεγαλώσαν, 405
τσι νοστιμάδες κι ομορφιές ποτέ δεν του τσ’ ελιώσαν.
Ήλλαξε και την εμιλιάν, κ’ εμίλειε μπουκωμένα,
κ’ ετρέβλιζεν η γλώσσα του, κ’ εγέλα κάθα ένα.

299 §Σήμερον καλορίζικα, και δροσισμένα ζάλα,
πάτε να βρείτε στη φλακήν το μέλι και το γάλα. 410
Στον τόπον οπού εκρύβγετο των αμματιών του η λάμψη,
κερί σβηστόν εφύλαγε, και πάγει εδά να τ’ άψει.

§Ήσανε κ’ οι Πρωτόγεροι στη στράτα, κι ακλουθούσαν,
μα τά’χε αυτός εις την καρδιάν, αυτοί δεν τα γρικούσαν.
Πάσιν εκείνοι παραμπρός, κράζουν την Αρετούσαν, 415
κείνον που θέλασι απ’ αυτήν, τρομάμενοι εμιλούσαν.
Γιατ’ είχανε πρωτύτερα ετούτοι μιλημένα,
κ’ είδασι πως η Αρετή δεν ήθελε κιανένα.
Μα πούρι αποκοτήσασι να τση μιλήσουν πάλι,
τ’ απόβγαλμα ανιμένουσι κ’ εδά σαν και την άλλη. 420

ΠΡΩΤΟΓEPOI
Λέσι· “Κερά, τούτη η φορά να μας αποφασίσει.
Ο Ξένος θέλει μετά σε σήμερο να μιλήσει·
την όρεξή σου θέ’ να δει, και λόγιασε ίντα κάνεις,
και κρίμα-ν είν’ στη φυλακήν και βρόμους ν’ αποθάνεις.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκείνη, σαν εγρίκησε κείνο που εθέλαν πάλι, 425
ανίμενε με μάνητα τον Ξένο να προβάλει.
Να του μιλήσει, να του πει, να πηαίνει στην οδόν του,
κι ουδέ ποτέ τση να στραφεί να δει το πρόσωπόν του.
Να πάψουσιν οι προξενιές, κ’ η πείραξή τση η τόση,
σήμερο μιάν απόφαση για πάντα να του δώσει. 430

Εσίμωσε ο Ρωτόκριτος στην κακαποδομένη,
κι ωσάν την είδε, ως του νεκρού η όψη του απομένει.
Το φως του πλιό δεν ήβλεπε, τα μάτια του εθαμπώσα’,
το στόμα του εβουβάθηκε, και πλιό δεν έχει γλώσσα.
Στο παραθύρι τση φλακής, στα σίδερα ακουμπίζει, 435
και λιγωμάρες του’ρχουνταν, να την αναντρανίζει.

Ο Κύρης τση πρωτύτερα πέμπει τη φορεσά τση,
να στολιστεί, να ομορφιστεί, και να πλυθεί μηνά τση.
300 Και δεν του φαίνετον πρεπό, του Ξένου να μιλήσει,
έτοιας λογής ασούσουμη, οπού δεν είχε χρήση. 440
K’ εκείνη εγλοτσοπάτησε μες στα πηλά τα ρούχα,
λέγει· “Εγώ θέλω να φορώ, κείνα που πάντα μου’χα.”
Κείνα οπού φόρειε εξέσκισε, τσαμαρδαρά απομένει,
βάνει πηλά στο πρόσωπον, και μες στα βούρκα μπαίνει.
Όσον ημπόρει ασκήμιζε, και μέσα τση λογιάζει, 445
να του ανοστήσει του Γαμπρού, να μην την-ε πειράζει.

Κάμποσην ώρα ακουμπιστός στέκει στο παραθύρι,
σ’ τούτα τα πράματά’σανε οι Γέροντες μαρτύροι.
Κουρφά’κλαιγε, κουρφά πονεί, κιανείς δεν τον-ε νιώνει,
με φρόνεψη όλα τα περνά, με γνώση όλα τα χώνει. 450
Μέσα η καρδιά του εσφάζετο, τα μέλη του όλα ετρέμα’,
το πρόσωπόν του εχλόμιανε, και πλιό δεν έχει αίμα,
έτοιας λογής να τη θωρεί, πώς είν’, και να κατέχει,
το πως πουργά για λόγου του, ό,τι καημούς κι αν έχει.

§Αποκοτά δυό-τρεις φορές, και θέ’ να τση μιλήσει, 455
δεν ήξευρε, πώς να το πει, κ’ ίντα λογής ν’ αρχίσει.
Και μ’ έτοιαν όψη απόμεινε, που η πένα, το μελάνι,
η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί να σας το πει, δε φτάνει.
Μα με την ώρα αποκοτά, κι αγάλια-αγάλια αρχίζει,
να τση μιλεί, να τη θωρεί, να την αναντρανίζει. 460

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Κερά, κατέχεις το, ίντά’καμα για σένα,
κι όσοι κι αν ήρθαν να σε δουν, σου τα’χουσι ‘πωμένα.
Τον Κύρη σου, τη Χώρα σου, και το λαόν τον άλλον
εγλίτωκα, κ’ εις κίντυνον εβάλθηκα μεγάλον.
K’ εις μιάν μπαμπακερή κλωστήν εκρέμασα τη ζήση, 465
ο-για να κάμω τον Οχθρόν, να μη σας-ε νικήσει.
Κι ακόμη τσι λαβωματιές έχω στη σάρκα μέσα,
κι από τον Άδην οι γιατροί, κάτεχε, μ’ ενεστέσα’.
301 Και μη θαρρείς για πλέρωμα επάτησα στον Άδη,
μα’το για σε, οπού πεθυμώ, να σμίξομεν ομάδι 470
εις έσμιξιν παντοτινήν, και Ταίρι να σε κάμω,
και δε λογιάζω δυσκολιά να βάλεις σ’ έτοιο Γάμο.
Κι ως είσαι, κι ως ευρίσκεσαι, θέλω και πεθυμώ σε,
και σπλαχνικά, αγαπητερά απόφαση μου δώσε.
Να βγεις κ’ εσύ από τα πηλά, κι απ’ τη φλακήν ετούτη, 475
να πά’ να βρεις τες Αφεντιές, και τα μεγάλα πλούτη,
να ξημερώσει κι ο-για σε μέρα σιγανεμένη,
να δού’ οι Γονέοι σου χαράν οι πολυπρικαμένοι.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Η Αρετούσα χαμηλά είχε το πρόσωπόν τση,
και πάντα μέσα στα πηλά εξάνοιγε το φως τση. 480
Και δίχως να τον-ε θωρεί, να τον αναντρανίζει,
η γλώσσα τση μανιστικά τέτοιας λογής αρχίζει·
APEΤΟΥΣA
“Σκόλασε, Αφέντη, τά μιλείς, πάψε τ’ αναθιβάνεις,
γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνον τον κόπο χάνεις.
Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως λάμψης χάρη, 485
και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι,
η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο,
παρά να πω ποτέ το Ναι, και Παντρειά να κάμω.
Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ’ το του Κυρού μου,
πως κείνα που του εμίλησα, πάντά’χω μες στο νου μου. 490
Κι αν είν’ κ’ εις έτοιον πόλεμον ήθελε να σε βάλει,
ας κάμει πλούσα ανταμοιβήν και πλερωμή μεγάλη.
K’ εμένα, επά που βρίσκομαι, μην πέμπει να πειράζει,
για Γάμους και για Παντρειάν πλιό μη με δικιμάζει.
K’ εγώ θανάτους εκατόν πλιά’φκολα θέλω πάρει, 495
παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου Αντρός γομάρι.
Η Παντρειά μου είναι η φλακή, χειμώνα-καλοκαίρι,
η σκοτεινάγρα είν’ Άντρας μου, το βρόμον έχω Ταίρι.
302 Το παραθύρι τση φλακής Χώρα μου κι Αφεντιά μου,
τα βούρκα για παρηγοριά, τσ’ αράχνες συντροφιά μου. 500
Τη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω,
κ’ εις ό,τι κι αν μ’ ευρήκασι, γελώ και καμαρώνω.
Και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, και χίλιοι αν-ε περάσουν,
πάντά’ναι σ’ ένα οι λογισμοί, δε στρέφνου’, μηδέ αλλάσσουν.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Λογιάσετε, ο Ρωτόκριτος μ’ ίντα καρδιά σωπαίνει, 505
να δει μιά Αφέντραν και Κεράν ε-τόσα μπιστεμένη.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί, και δύναμη δεν έχει,
ο πόνος κ’ η πολλή χαρά ωσά ζαβόν τον έχει.
Μεγάλον είναι, και πολύ, και πώς να το πιστέψουν,
σ’ χαράν, και πρίκα έναν καιρόν κ’ οι δυό να συνοδέψουν. 510
Μα τούτον είναι φανερόν, κι απαρθινόν εγίνη,
χαρά και πρίκα ο Ρώκριτος είχε την ώρα κείνη.
Είχε χαρά να τη γρικά, πως δεν τον απαρνάται,
κ’ είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται,
σ’ ποιάν κατοικιάν πορεύγεται τες ατσαλιές γεμάτη, 515
και τσ’ Αφεντιές αρνήθηκε, κ’ ήδιωξε το Παλάτι.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί ο-για την ώρα κείνη,
αποχαιρέτησέν την-ε, και κράζει τη Φροσύνη.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τση· “Αφουκράσου,
την ώρα τούτη ό,τι σου πω, πέ’ τα και τση Κεράς σου.” 520

ΠΟΙΗΤΗΣ
Μα πρι’ μιλήσει, απόκουρφα βγάνει το Δακτυλίδι,
με πονηριάν καταχωστά στη χέραν τση το δίδει.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει τση· “Εγώ δε θέλω πλιό να στέκω να πειράζω,
μιάν πρικαμένη σαν αυτή με λόγια να κουράζω.
Το Δακτυλίδι σού’δωκα, δος τση το να το πιάσει, 525
κι ας δει ολημέρα σήμερον, κι ας το καλολογιάσει.
Κι αν-ε με θέλει, ας το κρατεί, αλλιώς ας το γιαγείρει,
πέμπω άνθρωπον, και δος του το ταχιά στο παραθύρι.
303 Στανιό τση δεν την-ε ζητώ, κ’ η Φύση το μανίζει,
τες έσμιξες τσι στανικές συχνιά τες αμποδίζει. 530
Λοιπόν, μιλήσετε κ’ οι δυό, και δέτε το ολημέρα,
κι ας το λογιάσει, οι γνώμες της εις ίντα την εφέρα’,
κ’ ίντ’ όργητα οι Γονέοι τση, και μάχη τής βαστούσι,
γιατί δε θέλει παντρειάς λόγον ποτέ ν’ ακούσει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Το Δακτυλίδι ωσά στανιό το’πιασεν η Φροσύνη, 535
μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνη.

‘Τό εμίσεψε ο Ρωτόκριτος, πάγει στην Αρετούσαν,
είπεν τση την παραγγελιάν, οπού τ’ αφτιά τση ακούσαν.

NENA
Το Δακτυλίδι τ’ όμορφον εκράτειεν εις τη χέρα,
και συντηρώντας το καλά, τση λέγει· “Θυγατέρα, 540
α’ δεν κομπώνει σήμερον ο νους μου στά λογιάζει,
γιατί άνθρωπος με άνθρωπον, πράμα με πράμα μοιάζει,
το Δακτυλίδι βάνει με σε λογισμό μεγάλο.
Τούτο είναι του Ρωτόκριτου, Κερά μου, δίχως άλλο,
εκείνον, οπού του’δωκες, όντε σ’ αποχαιρέτα, 545
επά’ναι τα σουσούμια του, στράφου κ’ εσύ και δέ’ τα.
Και πιάσ’ το πούρι, μη δειλιάς, δέ’ το και ξαναδέ’ το,
κείνο, που του Ρωτόκριτου ήδωκες, κάτεχέ το.
Και να λογιάσω δεν μπορώ πού του’λαχε του Ξένου,
κι ουδέ να πω τα πράματα ετούτα πώς να πηαίνου’.” 550

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ετρόμαξεν η Αρετή έτοιο γνοιανό ν’ ακούσει,
και πιάνει το στο χέρι τση, τα μάτια τση θωρούσι,
πως είν’ το Δακτυλίδιν τση με τ’ ακριβό ζαφείρι,
που’δωκε του Ρωτόκριτου από το παραθύρι.
Τα μάτια εσταματήξασι καλά να το θωρούσι, 555
κι αλλού δεν εστραφήκασι πράμα άλλο πλιό να δούσι.
Ασπρίσασι τα χείλη της, η αναπνιά τση εχάθη,
και το κορμί τση εκρύγιανε, το στόμα τση εβουβάθη.
304 Ήβανε χίλιους λογισμούς, κι ο νους τση ανακατώνει,
πολλώ’ λογιών καμώματα πρικιά τση φανερώνει. 560
Ώρες τα δάκρυα εχώνουνταν, κι ώρες απόξω εβγαίναν,
κι ώρες τα μέλη ήσα’ ζεστά, κι ώρες αποκρυγαίναν.
Ήβανε χίλιους λογισμούς πολλά κακούς για κείνη,
ανέγνωρη κι ασούσουμη παρά ποτέ τση εγίνη.
Εφαίνετό τση να θωρεί σε κίντυνο μεγάλο 565
κείνον, οπού’χεν ακριβόν, παρά κιανέναν άλλο.
Μέσα τση τον ελόγιαζε τα αίματα γεμάτο,
και το κορμί λαβωματιές όλο από πάνω ώς κάτω.
Ώρες σε σκοτεινή φλακή τση φαίνεται εκρατείτο,
κι ώρες πως εξεψύχησε, και ζωντανός δεν ήτο, 570
ώρες πως τον ευρήκασι σφαμένον μες στα δάση,
κ’ εμαζωχτήκαν τα θεριά, και θέ’ να τον-ε φάσι.

Ετούτα, κι άλλα πλι’ άσκημα, στο νουν τση σγουραφίζει,
ωσάν το κάνει στην αρχήν ένας οπού αφορμίζει.
Πολλά φοβάται, και δειλιά, και τόσο πλιά τρομάσσει, 575
και τόσο θανατώνεται, μόνο να το λογιάσει.
Γιατί καιρός επέρασε, χρόνος απάνω-κάτω,
που ο Ρώκριτος δεν ήπεψε του Φίλου του μαντάτο.
Τούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο Δακτυλίδι,
το’να, και τ’ άλλο σφάζει την, και Θάνατον τση δίδει. 580

APEΤΟΥΣA
Τη Νένα δε γυρεύγει πλιό, παρηγοριές δε θέλει,
εδέρνετο, κ’ εφώνιαζεν· “Ίντά’ναι που μου μέλλει,
κ’ ίντα μου φ’λάγει η Μοίρα μου, που αν το λογιάσω μόνο,
την ώραν τούτη ξεψυχώ, πολλ’ άσκημα τελειώνω.
Εγώ δεν έχω απομονή, και μήνυσε, Φροσύνη, 585
του Ξένου, να’ρθει στη φλακή, να μάθω το ίντα εγίνη
ο Ρώκριτος, γιατί γρικώ λιγοθυμιά μού δίδει,
ώστε ν’ ακούσω, πού’βρηκε τούτος το Δακτυλίδι.
305 Γιατί ο Ρωτόκριτος ποτέ δεν ήθελε το δώσει,
μόνο να πάρει Θάνατο, μόνο να παραδώσει. 590

“Ζωή μου κακορίζικη, πολλά τυραννισμένη,
κ’ ίντα μαντάτον εγνοιανόν είναι που σ’ ανιμένει!
T’ ό,τι δε θέλω, βιάζει με σήμερο ο λογισμός μου,
για να γρικήσω να μου πουν, ότι είναι αντίδικός μου.
Η πονεμένη μου καρδιά φοβάται να τ’ ακούσει, 595
κι ο λογισμός μου βιάζει με, πότε να μου το πούσι.
Εις τό με βλάφτει προθυμώ, τό μ’ αλαφρώνει φεύγω,
και τό δε θέλω να μου πουν, με σπούδα το γυρεύγω.
Νένα, δεν έχω απομονή, και σπούδαξε, να ζήσεις,
κάμε το γληγορύτερον, του Ξένου να μηνύσεις.” 600

ΠΟΙΗΤΗΣ
Η Νένα μέσα στην καρδιάν κλαίγει κι αναδακρυώνει,
λογιάζει, πως της Αρετής το τέλος τση σιμώνει.
Κρατεί, πως ο Ρωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
και να βουηθήσει δεν μπορεί η πρικαμένη Νένα.

NENA
Λέγει τση· “Θυγατέρα μου, άφις, και μη σπουδάζεις, 605
ο Ξένος να’ρθει επά για ‘δά, και μην κακολογιάζεις.
Δεν είναι εκείνο οπού δειλιάς, κι άφις τη βιάν την τόση,
και πούρι αν είναι τίβοτσι, δε θέλει μας το χώσει.
Κι έχομε μέρες και καιρόν, κι άφ’ς τον εδά τον Ξένο,
κι από τους φλακατόρους μας γλήγορα εγώ μαθαίνω.” 610

APEΤΟΥΣA
“Νένα”, τση λέγει η Αρετή, “τό γίνηκεν, εγίνη,
και δεν μπορεί ποτέ του πλιόν ακάμωτο να μείνει.
Και πάντης μη, όντε το κακό γενεί, κ’ οι πονεμένοι
αργήσου’ να το μάθουσι, λιγότερο απομένει;
Μα ο-γλήγορα, γ-ή και πλιά αργά αν είν’ κ’ εγώ τα μάθω, 615
το κάμωμα-ν εγίνηκε, κείνο που θέ’ να πάθω.
Βιάζομαι, και δεν είναι πλιό απομονή σε μένα,
και μήνυσέ του γλήγορα, παρακαλώ σε, Νένα.
306 K’ εγώ δε θέ’ να καρτερώ, η μέρα να περάσει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Πέμπει η Φροσύνη το ζιμιό, και το μαντάτο πάσι, 620
κ’ ήλαχε κ’ ήτον στου Ρηγός, κι Αφέντης ως τ’ ακούσει,
χαράν πολλή σ’ έτοιο εγνοιανό τα μέλη του γρικούσι.

ΡΗΓΑΣ
Και λέγει του Ρωτόκριτου· “‘Πειδή κι αυτή σπουδάζει,
να πάγεις πάλι να σου πει, εδά καλολογιάζει
εκείνα, που τση εμίλησες, κ’ εγώ ό,τι κι αν τσ’ εμήνουν, 625
κ’ εις-ε καλό τα πράματα λογιάζω ν’ απομείνουν.
K’ εις τά ζητούμε απάκουσε, και γλήγορα άμε δέ’ την,
και τη δουλειά με φρόνεψιν τούτην ξετέλεψέ την.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ρώκριτος, που εκάτεχε την αφορμή οπού εκίνα
την Αρετή, και βιαστικά να πάγει εκεί του εμήνα, 630
δε θέ’ να πάρει σύντροφον, μα μοναχός του πηαίνει·
κι ως ήσωσε, την ηύρηκε σαν ξεπεριορισμένη.
Στο παραθύρι εσίμωσε, κ’ η Αρετή αρχινίζει,
απόκοτα να του μιλεί, να τον αναντρανίζει.
Δεν έχει πλιό την κράτηξιν, δε ντρέπεται, μα οι πόνοι 635
την εντροπήν εδιώξασι, τά’χωνε φανερώνει.
Και λιγωμάρα τσ’ ήδιδε, το γλήγορα να μάθει,
αν είν’ και ζεί ο Ρωτόκριτος, γ-ή απόθανε, κ’ εχάθη.
Κι αρχίζει με την πονηριά να τον-ε ξεκινήσει,
πού βρίσκεται ο Ρωτόκριτος, και πού’ναι να γρικήσει. 640

APEΤΟΥΣA
Λέγει· “Μιά χάρη σου ζητώ, πριχού να σου μιλήσω,
και πρι’ για Γάμους και χαρές άλλο ν’ αποφασίσω.
Το Δακτυλίδι οπού’φηκες, κ’εκράτειε το η Φροσύνη,
πού σου’λαχε; τίς σ’ το’δωκε; σ’ ποιόν χρουσοχόν εγίνη;
Μη σου φανεί παράξενον, αν σ’ ερωτώ έτοιο πράμα, 645
γιατί κατέχω να σου πω πού’τον, και ποιοί το εκάμα’.
Ετούτον είναι γνωριστό στο’να κ’ εις τ’ άλλο πλάγι,
καιρός είναι που το’χασα, και να σου πω πώς πάγει.
307 Σε περιβόλι-ν ήλαχα με κι άλλες μιάν ημέρα,
χορούς πολλούς εκάμαμε, κρατώντας με απ’ τη χέρα. 650
K’ εις κείνη την ξεφάντωση, κ’ εις κείνα τα παιγνίδια,
εχάσαμεν αλλήλως μας τέσσερα δακτυλίδια.
Και δίχως άλλο, κάτεχε, τούτο είναι το δικό μου,
κι απομακράς γνωρίζεται, πως είν’ τω’ δακτυλιώ’ μου.
Για τούτο σε παρακαλώ, να μου το πείς και μένα, 655
πού το’βρες, τίς σου το’δωκε, πώς σου’λαχεν εσένα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγρίκησε ο Ρωτόκριτος σ’ εκείνα, που του ελάλει,
μέσα στα φύλλα τση καρδιάς μιάν ταραχή μεγάλη,
γνωρίζοντας τον Πόθον τση, θωρώντας τον καημόν τση,
γιατί με κλάημα τα’λεγε πολύ των αμματιών τση. 660
Μα στέκει ακόμη δυνατός, και θέλει να τα χώσει,
τοδεταχιάς ενίμενε να τα ξεφανερώσει.
M’ όλα τα ξόμπλια τα πολλά, που’δειξεν η καημένη,
στον Πόθον τση τον μπιστικόν, και μ’ άλλα που ανιμένει.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Κερά, να σου το πω, πού το’βρα, να κατέχεις, 665
‘πειδή θωρώ την όρεξιν και πεθυμιάν τήν έχεις.
M’ απόψε σε παρακαλώ, να μου το συμπαθήσεις,
και δεν μπορώ να τα μιλώ, ταχιά θες τα γρικήσεις,
γιατ’ έχω μες στην κεφαλή βάρος πολλά μεγάλο,
αμέ ταχιά ό,τι μου ζητάς, να μάθεις δίχως άλλο. 670
Απονωρίς μ’ ανίμενε, πριν καλοξημερώσει,
κι αληθινήν απιλογιά στά μου’πες θέλω δώσει.
Ταχιά, πού το’βρα να σου πω, πού μου’λαχε, να μάθεις,
μα δέ’ κ’ εσύ, αποφάσισε, σύρσου από ‘κεί οπού στάθης.
Τον Κύρην καλοκάρδισε, τη Μάνα σου, κ’ εμένα, 675
οπού για την Αγάπη σου ήρθα εδεπά στα ξένα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκείνη τον παρακαλεί, ετούτο για ν’ αφήσει,
κ’ εις κείνο, που τον ερωτά, μόνο να τση μιλήσει.
308 Κι αν είναι μπορετό, ας το πει, ταχιά μην ανιμένει,
κ’ η έγνοια τούτη, οπού’βαλε, πολλά την-ε βαραίνει. 680
Και δίχως άλλο γλήγορα τον κλέφτη θέ’ να μάθει,
που’καμε, κι απ’ τη χέραν τση το Δακτυλίδι εχάθη.

§Εθώρειεν τη ο Ρωτόκριτος, κ’ επλήθαινε η χαρά του,
εις τόση Αγάπην προς αυτόν να βρίσκεται η Κερά του.
Ξαναμιλεί τση, λέγει τση τον πόνο ν’ αλαφρώσει, 685
κι ως ξημερώσει, ό,τι ζητά να τση τα φανερώσει.
Μισεύγει κι αποχαιρετά, κ’ η Αρετή απομένει
από την έγνοια που’βαλεν, ωσάν αποθαμένη.
Αγκουσεμένη ευρίσκετον εις τη φλακή όλη νύχτα,
κ’ εις αφορμάγρα οι λογισμοί κ’ οι πόνοι την ερίχτα’. 690
Εκίνα από τη μιά μερά, κ’ επήγαινε στην άλλη,
και τ’ Άστρα, και τον Ουρανόν, τον Ήλιο επαρακάλει,
ο Ξένος για να μην τση πει εκείνο που λογιάζει,
κ’ εκείνο που, όσον το μπορεί, για να το μάθει, βιάζει.
Και τη Φροσύνη οληνυκτίς ρωτά, ξαναρωτά τη, 695
κ’ εκείνη μες στα χέρια τση κι αγκάλες την εκράτει.
Ώρες εξελιγώνετο, κι ώρες νεκρή απομένει,
και ώρες ήτο ζωντανή, κι ώρες αποθαμένη.
Εκείνη η νύκτα πρι’ διαβεί, χρόνος μακρύς τσ’ εφάνη,
και χίλιους-μύριους λογισμούς κακούς στο νουν τση βάνει. 700
Πολύ ήτο, οι αναστεναμοί πώς δεν την εκεντήσαν,
γιατί αρτυμένοι με φωτιάν και με τη λάβραν ήσαν.

§Κείνη τη νύκτα ο Ρώκριτος ποσώς δεν εκοιμήθη,
κι ως ξημερώσει, να το πει τσ’ Αφέντρας του εβουλήθη,
πως είναι εκείνος ο πιστός σκλάβος και δουλευτή[ς] τση, 705
να πάψουσιν οι πόνοι τση κ’ οι αναστεναμοί τση.
Μα’θελε πριν φανερωθεί, πάλι να την πειράξει,
να δει κι αν τον-ε λυπηθεί, και βαραναστενάξει.
309 Να βεβαιώσει πλιότερα την πίστιν τση την τόση,
κ’ ενίμενε με προθυμιά, πότες να ξημερώσει. 710
Μεγάλον ήτο να θωρεί, πώς ήτον μπιστεμένη
για λόγου του, κ’ έτοιας λογής ήτον αποδομένη.
Κι ακόμη δεν εχόρτασε, μα θέ’ να τση το χώσει,
το Θάνατόν του να τση πει, να δει αν αναδακρυώσει.
(Τούτά’ν’ τσ’ Αγάπης πωρικά, τούτά’ν’ του Πόθου οδύνη, 715
έτοιας λογής, μ’ έτοιους καημούς τσ’ αγαπημένους κρίνει.)
Πόσά’δεν ο Ρωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει,
εις τη φτωχήν την Αρετήν, πώς ήτον μπιστεμένη.
Και πάλι θέ’ να καλοδεί, και θέ’ να την πειράξει,
αν είναι κι αγαπά τον-ε, γ-ή λογισμό αν αλλάξει. 720

Άδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις,
βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνεις.
Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ’ ακόμη δεν πιστεύγεις;
Ίντ’ άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις;
Τα πλούτη και την Αφεντιάν αρνήθηκε για σένα, 725
πάντά’ν’ τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα.
Ζει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους,
και μες στη βρομερή φλακήν εδά’χει πέντε χρόνους.
Τες Προξενιές τω’ Βασιλιών αρνήθη και τα πλούτη,
κι ο Κύρης τση τσ’ οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη. 730
Κι ακόμη θέ’ να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις;
Αν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις.

§Καλά το λεν οι φρόνιμοι, η Αγάπη φόβο φέρνει,
κ’ εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει.
Χίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει 735
άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει.
Μα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει
τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει.
310 Οληνυκτίς σ’ τσ’ αγκάλες τση να μένει μετά κείνη,
‘τό σηκωθεί, το βάσανον του Πόθου τον-ε κρίνει. 740
Και φαίνεταί του χάνει την, και πως τον απαρνάται,
κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται.
Και πάντα ξόμπλι-ν εγνοιανό στήν αγαπά γυρεύγει,
κ’ ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τον-ε παιδεύγει.

Εκάτεχε ο Ρωτόκριτος, και φανερά το θώρει, 745
τον Πόθον τον εμπιστικόν, που του βαστά η Κόρη.
Ίντ’ άλλο μεγαλύτερο σημάδι πλιό ανιμένει;
Τόσά’δε, τόσα εγνώρισε, κι ακόμη δε χορταίνει;
Ετούτο μόνο ελείπετο, και μες στο νουν του βάνει,
να πει το πως επόθανε, για να θωρεί ίντα κάνει. 750
Λίγη ώρα θέ’ να την κρατεί στ’ αποθαμένα Πάθη,
κι απόκει όλος χαιράμενος να πει πως ενεστάθη.
Μα’λαχε τούτο γιατρικόν, με τη χαράν η πρίκα,
τα δυό εσυγκεραστήκασιν ομάδι κ’ εσμιχτήκα’.
Κι αν ήθελε φανερωθεί, ως ήρθεν εις τη Χώρα, 755
απ’ τη χαράν τση η Αρετή δεν ήζε πλιό μιάν ώρα.
Τούτον εγίνη σε πολλούς· στην πρίκαν εγλιτώσαν,
μα στη χαρά εποθάνασι, και ξάφνου επαραδώσαν.
Τούτον εβούηθησε πολλά και προς την Αρετούσαν,
το Θάνατον του Ερώκριτου τ’ αφτιά τση ομπρός ακούσαν, 760
κι απόκει τον εγνώρισε, κ’ εφάνη-ν τση ενεστάθη,
κ’ η πίκρα τής εβούηθησε, και ξάφνου δεν εχάθη.
Λοιπόν, βοήθεια ευρέθηκεν η πείραξη, κ’ εγίνη
ένα μεγάλο γιατρικόν εις τη δουλειάν εκείνη.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ’ η μέρα ξημερώνει, 765
να φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο, που χώνει.
Εφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
311 Χορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα’,
κι από τσ’ αγκάλες τ’ Ουρανού γλυκύς Βορράς εφύσα. 770
Τα περιγιάλια ελάμπασι, κ’ η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ’ εις τα νερά εγρικάτο.
Ολόχαρη και λαμπυρή ημέρα ξημερώνει,
εγέλα-ν η Ανατολή, κ’ η Δύση καμαρώνει.
Ο Ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει 775
με λάμψιν, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσαν,
στα κλωναράκια τω’ δεντρών εσμίγαν κ’ εφιλούσαν.
Δυό-δυό εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους, και χαρές εδείχνασι κ’ εκείνα. 780
Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκαν,
πολλά σημάδια τση χαράς στον Ουρανό εφανήκαν.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
στον Ουρανό είν’ τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι, 785
αμέ πετά πασίχαρο, μ’ άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση Χώρας τα στενά, κ’ οι στράτες καμαρώνουν,
όλα γρικούν κουρφές χαρές, κι όλα τσι φανερώνουν.

§Και μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού’το η Αρετούσα,
εμπήκα’ δυό όμορφα πουλιά, κ’ εγλυκοκιλαδούσα’. 790
Στην κεφαλήν της Αρετής συχνιά χαμοπετούσι,
και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ’ τη φλακήν εφύγαν,
αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγαν.

Η Νένα, οπού’τον φρόνιμη γυναίκα του καιρού τση, 795
ήκουσε, κ’ είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου τση,
το πως ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
χαρά μεγάλην προμηνούν, και Γάμου είναι σημάδι.

NENA
312 Λέγει· “Αρετούσα, κάτεχε, σ’ καλόν πολύ το πιάνω
τούτον, οπού’ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω. 800
Σημάδι’ναι του Γάμου σου, ώρα, καλή ώρα να’ναι,
γιά δέ’, κι ό,τι είναι για καλό, στο λογισμό σου βάνε.
Ώς πότε θέ’ να κάθεσαι στο βρόμο, Θυγατέρα,
να διώχνεις τόσες Προξενιές, που του Κυρού σου εφέρα’;
Κι ώς πότε τον Ρωτόκριτο να στέκεις ν’ ανιμένεις; 805
Εσύ από τούτην τη φλακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στά θέλει ο Κύρης σου, να του θεληματέψεις.
Μη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, δεν τον-ε κάνεις Ταίρι,
κι ώστε να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη. 810
Κι αν αποθάνει ο Κύρης σου, παραγγελιάν αφήνει,
κ’ εκείνοι που απομένουσι, ξορίζουν τον κι αυτείνοι.
Λοιπόν, Κερά μου, σκόλασε το λογισμόν τόν έχεις,
κι ο Ξένος γίνεται Άντρας σου, κάμε να το κατέχεις,
αυτός, οπού επολέμησε, κ’ εγλίτωκε τη Χώρα. 815
Πέ’ το κ’ εσύ πως τον-ε θες, και να βρεθεί καλή ώρα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
N’ ακούσει τούτα η Αρετή, εδάρθηκεν ομπρός τση,
κ’ εξανακαινουργιώθηκεν ο πόνος ο παλιός τση.

APEΤΟΥΣA
Λέγει τση· “Ακόμη δεν μπορείς, Νένα, να τα σωπάσεις,
μα ξαναλές τα, κι ως θωρώ, βούλεσαι να με χάσεις. 820
Να σμίξουν όλα τα στοιχειά, να συμβουλέψου’ ομάδι,
να κάμουν ένα[ν], που κιανείς να μην του βρει ψεγάδι,
και να’ναι Ρήγας μοναχός, τον Κόσμο ν’ αφεντεύγει,
γυναίκα του να με ζητά, Ταίρι να με γυρεύγει,
και να μηνύσει ο Κύρης μου την Προξενιάν ετούτη, 825
και να μου δίδει κι από ‘δά τσι χώρες και τα πλούτη,
κάλλιά’χω του Ρωτόκριτου λιγάκι ολπίδα μόνο,
παρά στον Κόσμο Ρήγισσα, κι άλλο να καμαρώνω.
313 Πρικαίνεις, κι αναγκάζεις με άτιες κ’ εσύ, Φροσύνη,
και δε με σώνει ο λογισμός κ’ η παίδα, οπού με κρίνει. 830

“Σήμερο θέλομεν το δει, σαν καλοξημερώσει,
ίντα μαντάτο και φωνήν ο Ξένος θα μου δώσει.
Κι αν είν’ κ’ εχάθη ο Ρώκριτος, δεις θες το θέ’ να κάμω,
ένα μαχαίρι στην καρδιά βάνω Γαμπρό στο Γάμο.
Και τα πουλάκια, οπού’ρθασι συντροφιασμένα ομάδι, 835
σημάδι-ν είν’ πως γλήγορα παντρεύγομαι στον Άδη.
Λογιάζω, κι ο Ρωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
κ’ ήρθε η ψυχή του να με βρει, να σμίξει μετά μένα.
K’ εκείνον, οπού ετάξαμε στο παραθύρι ομάδι,
θυμάται το, και θέλει το, μ’ όλον οπού’ν’ στον Άδη. 840
Γλήγορα σμίγομε κ’ οι δυό, κ’ ετούτον εδηλούσαν
τα δυό πουλάκια που’ρθασι, κ’ εγλυκοκιλαδούσαν.
‘Τό μάθω, πως επόθανε, ζιμιό την ώρα εκείνη
πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, κι ο Γάμος μας εγίνη.
Τούτον οπού’ρθαν τα πουλιά τη νύκταν εις εμένα, 845
ο Γάμος έχει να γενεί σε σπήλια αραχνιασμένα.

“K’ εσύ άλλα των αλλών μου λες, Γαμπρούς μού αναθιβάνεις,
και στά θωρώ, τα πράματα ξανάστροφα τα πιάνεις.
Η μέρα τούτη πρι’ διαβεί, κ’ η άλλη πριν περάσει,
δεις θες αυτές τσι Προξενιές πώς έχουσι να πάσι. 850
Δεις θέλεις ίντα ελόγιασα, κ’ ίντά’βαλα στο νου μου,
κι ο Γάμος μου πώς γίνεται μακρά από του Κυρού μου.
Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να’ναι ο Χάρος,
σκουλήκια να’ναι τα προυκιά, κι ο τάφος μου νοδάρος·
οι αράχνες τα στολίδια μου, κ’ η μαύρη γης Παλάτι, 855
κ’ οι βρομεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι.
Σαν Κύρης, και σα Μάνα μου, σ’ τόπο σκοτεινιασμένον,
θέλουν μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένων.
314 K’ η ψη μου να’ν’ χαιράμενη, πασίχαρη στον Άδη,
‘τό σμίξει του Ρωτόκριτου, και να’ναι πάντα ομάδι.” 860

ΠΟΙΗΤΗΣ
Επέρασεν η νύκτα τση μέσα στες ζάλες κείνες,
κ’ η μέρα αποδιαφώτιζε, κ’ ήρθαν του Ηλιού οι ακτίνες.
Δε θέλει πλιό ο Ρωτόκριτος, δε στέκει ν’ ανιμένει,
μα εκίνησε σπουδαχτικά, πάγει στη φλακιασμένη.
Πιάνει κι ανοίγει τη φλακήν, και το κλειδί-ν εκράτει, 865
βρίσκει τη βρόμους κι ατσαλιές κι όλο πηλά γεμάτη.
Επόνεσε, λυπήθηκε, κι ως το νεκρό απομένει,
να δει, για κείνον, μιάν Κεράν πώς είναι αποδομένη.
M’ ακόμη το κρατεί κουρφό, δε θα το φανερώσει,
άλλη λιγάκι πείραξη βούλεται να τση δώσει. 870
Ήσανε με του λόγου του τση Χώρας οι μεγάλοι,
μα τότες μέσα στη φλακή δε θέλει να τους βάλει.

§Εμπαίνει δίχως σύντροφον, ο-για να μη γρικούσι
κείνα που με την Αρετή θέ’ να συμβουλευτούσι.
Να πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γρικήσει, 875
ώστε να πάνε στου Ρηγός, να τως-ε συμπαθήσει.
Και την ευχήν του σαν καλά Παιδιά να του ζητήξουν,
να τως-ε δώσει θέλημα Αντρόγυνο να σμίξουν.

ΠΟΙΗΤΗΣ
‘Τό εμπήκεν ο Ρωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει,
να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την αναντρανίζει. 880

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει τση· “Τό μ’ ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
πού το’βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Είναι δυό μήνες σήμερον, που’λαχα σ’ κάποια δάση,
εις τη μεράν της Έγριπος, κ’ εβγήκα’ να με φάσι
άγρια θεριά, κ’ εμάλωσα, κ’ εσκότωσα από κείνα, 885
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα’.
Με κίντυνον εγλίτωκα, κι όση ώραν επολέμου’,
να λυτρωθώ από λόγου τως δεν τ’ όλπιζα ποτέ μου.
315 Μα εβούηθησε το Ριζικόν, τ’ Άστρη μ’ ελυπηθήκαν,
κ’ εσκότωσα, κ’ εζύγωξα, κι αλάβωτο μ’ αφήκαν. 890

“Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ’ ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα.
Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ’ εδροσίστηκα, κ’ επέρασέ μου η δίψα, 895
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα’.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη·
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που’σαν κοντά στη βρύση,
ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει. 900
Βρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που’λαμπε σαν τον Ήλιο,
κ’ εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά’χε τα μαλλιά, κ’ εις τα σοθέματά του,
μ’ όλον οπού’τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Και δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα, 905
και το σπαθί και τ’ άρματα, όλα του ματωμένα.

“Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του· “Αδέρφι, γειά σου·
ίντά’χεις κι απονέκρωσες; πού ‘ναι η λαβωματιά σου;”
Τα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ’ αναντρανίζει,
κ’ εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του ‘γγίζει. 910
Με το δακτύλι δυό φορές ήδειχνε να γνωρίσω,
πως είναι εκεί η λαβωματιά, να δω να του βουηθήσω.
Το στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω,
δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Ολίγο κι ουδέ τίβοτσι τον είχε δαγκαμένον, 915
μα’θελεν έχει το θεριό δόντι φαρμακεμένον,
κ’ επήρεν του τη δύναμιν, και την πνοήν του εχάσε,
και το φαρμάκι επέρασε, και μέσα τον επιάσε.
316 Κι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
Ήκλαψα κ’ ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη. 920
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ’ επόνουν,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.
Εψυχομάχειε, κ’ ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω,
κ’ εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου’ να γιατρέψω.
Εις τούτα τα βαρέματα, που’το να ξεψυχήσει, 925
μου’δειχνε πως εκεί κοντά θέλει να μου μιλήσει.

“Σιμώνω, και φιλώ τον-ε, θωρώ κι αναδακρυώνει,
το στόμα με το στόμα μου περ’λαμπαστά σιμώνει.
K’ ήπασκε κι αντρειεύγετον ο-για να μου μιλήσει,
μα το φαρμάκι τση πληγής δε θέ’ να τον αφήσει. 930
Δείχνει μου το δακτύλι του, που’χε το Δακτυλίδι,
κ’ εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μού το δίδει.
Μα δεν το βάστουν στην καρδιάν, να θέ’ να του το βγάλω,
μα μετά κείνον ήθελα στο μνήμα να τον βάλω.
Λέγω του, να’χει απομονή, να το φορεί στη χέρα, 935
και να μηδέν πρικαίνεται εις ό,τι τ’ Άστρη εφέρα’.

“Ως μου’κουσε, εμαζώχτηκε, κ’ ήδειξε να μανίσει,
και να μακρύνω αποδεκεί δε θέλει να μ’ αφήσει.
Ήκλαιγε κι ανεστέναζε με κουρασά μεγάλη,
ήπασκε κ’ εδικίμαζεν εκείνος να το βγάλει. 940
Σαν είδε πως δεν ημπορεί, μου ξαναδείχνει πάλι,
κ’ επιάσε το δακτύλι μου, που’θελε να το βάλει.
Βγάνω το με τα κλάηματα απ’ τ’ αργυρό δακτύλι,
και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ’ αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει, 945
κ’ επιάσα το απ’ το χέρι του κ’ εγώ το Δακτυλίδι.
Τότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ’ αφτιά μου ακούσα’,
κ’ είπασιν-ε τα χείλη του· “Εχάσα σε, Αρετούσα”.
317 Άλλα δυό λόγια εμίλησεν, εις όρκον οπού εμόσα’,
μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ’ εμπέρδαινέ του η γλώσσα. 950
Ετούτον είπε μοναχάς, κ’ ετέλειωσε η ζωή του,
και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Τούτα τα χέρια οπού θωρείς, λάκκο ζιμιό του εσκάψαν,
τούτα τον εσηκώσασι, και τούτα τον εθάψαν.”
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ώς τ’ άκουσεν η Αρετή, ώρα λιγάκι εστάθη 955
αμίλητη, κι ο πόνος τση την ήκαμε κ’ εχάθη.
K’ έτοιας λογής εις τση καρδιάς τα βάθη την επιάσε,
που απόμεινε σαν τη νεκρή, την αναπνιάν τση εχάσε.
Ασάλευτη εστοχάζετο, με δίχως να μιλήσει,
κι οπού την ήθελεν ιδεί, δεν ήθελε γνωρίσει, 960
γ-ή άνθρωπος είν’, γ-ή σγουραφιά, γ-ή ξύλο είναι, γ-ή λίθος,
τόσα πολλά που εχάθηκε στου πόνου τση το βύθος.
Τα δάκρυα τση αποφρύξασι, κ’ η πρίκα τση τα χώνει,
και τούτον έχουν φυσικόν πάντα οι μεγάλοι πόνοι.
Η γλώσσα τση είναι ασάλευτη, τα χείλη δε μιλούσι, 965
τα μάτια εθαμπωθήκασι, δε βλέπουν πλιό να δούσι.
Σαν όντε κάνει την πληγή στη σάρκα το μαχαίρι,
που ομπρός το αίμα σύρνεται εις τση καρδιάς τα μέρη,
κι απόκει τρέχει στην πληγή, σαν την καρδιά βλεπήσει,
κ’ εβγαίνει απόξω, και κινά, σαν το [α]ρμηνεύγει η Φύση― 970
έτσι κι αυτή προς την καρδιάν τα δάκρυα τση εσυρθήκαν,
κι απόκει από τα μάτια τση σαν ποταμός εβγήκαν.
Ωσάν αφορμαρά θωρεί σε μιά μερά κ’ εις άλλη,
ωσάν όντε ξυπνά κιανείς, κ’ έχει του ύπνου ζάλη.
Απάνω-κάτω συντηρά, δεξά-ζερβά γυρίζει, 975
κι απόκει με τα κλάηματα έτοιας λογής αρχίζει.
Επλήθυνε η αποκοτιά, κ’ εχάθηκεν η τάξη,
το νου τση εγρίκα σαν πουλί να φύγει, να πετάξει.
318 Κιανέναν πλιό δε ντρέπεται, κιανένα δε φοβάται,
και με τους αναστεναμούς τα Πάθη τση δηγάται. 980

APEΤΟΥΣA
“Ρωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
Ποιά ολπίδα πλιό μου ‘πόμεινε, και θέλω ν’ ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον Κόσμον πλιό να ζήσω;
Ανάθεμα το Ριζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
Με τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου’, 985
τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου’ σαν ημπόρου’.
Τον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου’,
στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου.
Ξύπνου μου σ’ είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ’ όνειρό μου,
κ’ ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου. 990
Αρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Κύρην, και τη Μάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα’.
Θυμώντας σ[ου], Ρωτόκριτε, πως μου’σαι νοικοκύρης,
εγίνουσουν και Μάνα μου, εγίνουσουν και Κύρης.
Με το παλέτσι εντύθηκα, κ’ εις τ’ άχερα κοιμούμαι, 995
και τη φτωχειά δεν την ψηφώ, τους πόνους δε βαριούμαι.
Για σένα αφήκα τσ’ Αφεντιές, κ’ εμίσησα τα πλούτη,
για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη.
Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους. 1000
Τες πρίκες δεν εγύρευγα, τους πόνους δεν εγρίκουν,
με τη δική σου θύμησιν το Ριζικόν ενίκουν.

“Μοίρα μου, κ’ ίντα λείπεσαι, να κάμεις πλιό σ’ εμένα;
Τη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα.
Ό,τι κι αν είχα, επήρες τα, ίντ’ άλλο σου απομένει; 1005
K’ ίντ’ ανιμένει πλιό να δει ένας, οπού κερδαίνει;
Ενίκησες τον πόλεμον, οπού’χες μετά μένα,
και δε σ’ εψήφουν ώς εδά στά μου’χες καμωμένα.
319 Πάντα επολέμου’ δυνατά, κι όλπιζα να νικήσω,
μα σήμερο μ’ ενίκησες στά φύλαγες οπίσω. 1010
Κι ακόμη θέλεις με να ζω, όχι για να’χω ζήση,
μα για να βασανίζομαι σ’ έτοια μεγάλη κρίση;
Εγώ δε σε φοβούμαι πλιό, ουδ’ ο νους μου σε λογιάζει,
γιατί η ολπίδα όπου βρεθεί, το φόβο συντροφιάζει.
Μα εδά οπού εκείνη εμίσεψε, κι απ’ την καρδιά μου εχάθη, 1015
εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του Ριζικού τα Πάθη.
Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω πλιό ίντ’ ολπίζει,
το Ριζικό δεν το ψηφώ, η Μοίρα δε μ’ ορίζει.

“Μοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α’ θέλεις κάμε,
κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά’μαι. 1020
Και θέ’ να πάρω Θάνατον, κι απείτις αποθάνω,
κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω.
Εις τα βουνιά ας με ρίξουσι, και τα θεριά ας με φάσι,
η απονιά σου να χαρεί, κ’ η γνώμη να χορτάσει.
Ζώντα μου μ’ εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν’ αφήσω, 1025
μα όλπιζα με το Θάνατον κ’ εγώ να σε νικήσω.
Να πάγει η ψη να τον-ε βρει, μ’ όλον που με κατέχεις,
γιατί εις την ψη μας δύναμιν και μπόρεση δεν έχεις.
Δεν είν’ στον Άδη Ριζικά, δεν είν’ στον Άδη Μοίρες,
δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σε ό,τι επήρες. 1030

“Ρωτόκριτε, εξεψύχησες, κ’ επόθανες στα ξένα,
ίντ’ άλλο πλιό μού ‘πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα;
Κι ας ήθελα βρεθεί κ’ εγώ στον τόπον του πολέμου,
να μου φωνιάξεις· “Αρετή, έλα και βούηθησέ μου!”,
να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω, 1035
και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω.
Κι ως άνοιξε το στόμα του τ’ άγριο θεριό ν’ αράσσει,
να βάλω εγώ το χέρι μου, κ’ εσέ να μη δαγκάσει.
320 Μα’τονε κρίμα κι αδικιά, Ρωτόκριτε, μεγάλη,
μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού’ έτοια κάλλη. 1040
Κι ας ήθελά’σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου,
να σ’ ακλουθώ πρωτύτερα στ’ απομισέματά σου.
Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι,
τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου’ οι ψες στον Άδη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει, 1045
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ’ από το χιόνι.
Και πλιό δεν είχεν αναπνιάν, κ’ η αίσθησή τση εχάθη,
κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς τση καρδιάς τα βάθη.
T’ άλλα τση μέλη ήσα’ νεκρά, μόνο η καρδιά σπαράσσει.
Ετρόμαξε ο Ρωτόκριτος μην πά’ και την-ε χάσει, 1050
ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά’βαλε ο νους του ψέγει,
επειδή κ’ έτοια πράματα ήθελε να τση λέγει.
Εδέρνετον κ’ η Νένα τση, στα χέρια την εκράτει,
λογιάζοντας πως είν’ νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη,
και μοιρολόγι θλιβερόν τσ’ ήλεγεν η καημένη, 1055
ελόγιαζε, κ’ εθάρρειε το, πως να’ναι αποθαμένη.
Πούρι ήπλωσε στο στήθος τση, κ’ εσπάρασσε η καρδιά τση,
μ’ ακόμη από το στόμα τση μακρά’το η εμιλιά τση.

Ω, πόσον είναι βαρετό, και δυνατόν περίσσα,
και πώς κατέχου’ να το πουν εκείνοι που αγαπήσα’! 1060
‘Τό’ρθει φωτιά στα μέλη τως, πόσον καημόν αφήνει,
να το μιλήσου’ δεν μπορούν, κ[‘ η] γνώση να το κρίνει.
Δεν ήτονε παράξενον, αν είν’ κ’ η Αρετούσα
έτοιας λογής απόμεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τση ακούσα’.
Εξελιγώθη, στρέφεται, λέγει η γλυκειά τση γλώσσα· 1065
“Απαρθινά, Ρωτόκριτε, θεριά σε θανατώσα’;”
Τα δάκρυα οπού’σαν άλλη μιά εις τα βαθιά χωσμένα,
τόπον ευρήκασιν εδά κ’ ετρέχασι κ’ εβγαίνα’.
321 Και σιγανά εκινήσασι, κι αρχίσαν κ’ επληθαίναν,
σα ριγουλάκι λαμπυρόν, έτσι καθάρια εβγαίναν. 1070

Από την άλλη ο Ρώκριτος πάραυτας ενεστάθη,
και δεν του φαίνεται καιρός να την κρατεί στα Πάθη.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Αρετή, τά μου’τασσες εξελησμονηθήκα’;
Γιατ’ ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα;
Αλίμονο όποιος γελαστεί, να’χει εις γυναίκα ολπίδα! 1075
Και πού’ναι τα όσα μου’ταξες στη σιδερή θυρίδα;”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ώς τ’ άκουσεν η Αρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει,
κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά’ναι που τση λέγει.
Ήλαμψεν ο Ρωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει. 1080
Χρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,
κ’ η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια.
Γνωρίζει τον η Αρετή, καλά τον-ε θυμάται,
μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
Ξαναλιγώνεται η φτωχή απ’ τη χαράν την τόση, 1085
κ’ έκλινε μιά και δυό φορές χάμαι στη γη να δώσει.
Αγκαλιαστήν την ήπιασεν η Νένα τση η Φροσύνη,
κρατεί τη να τσ’ αποδιαβεί η λιγωμάρα εκείνη.
Ήστεκεν ο Ρωτόκριτος, δε θέλει να σιμώσει,
μ’ ανίμενε την Αρετή, θέλημα να του δώσει. 1090
Εξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,
και να μιλήσει απ’ τη χαράν ακόμη δεν ημπόρει.

APEΤΟΥΣA
Σαν επαρασυνήφερε, “Εσύ’σαι πούρι;”, λέγει,
“απαρθινά[‘ν’] πως σε θωρώ; γ-ή όνειρο με παιδεύγει;
Γ-ή κομπωμένος λογισμός σήμερο με πειράζει; 1095
γ-ή φαντασά φαντάζει με, και δείχνει πως του μοιάζει;”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα μάτια τση από τη χαράν ποτάμι εκατεβάζαν,
και με τα δάκρυα οπού’βγανε την πρώτη, δεν εμοιάζαν.
322 Τα πρώτα εβράζα’ ωσά θερμό, πρικιά, φαρμακεμένα,
και τούτα ετρέχα’ δροσερά, γλυκιά, και ζαχαρένια. 1100

§Σαν το λουλούδι, που όμορφο παρ’ άλλο η Φύση κάνει,
κ’ έρθει άνεμος με τη χιονιά να το ψυγομαράνει,
κ’ η ομορφιά του χάνεται, τη μυρωδιά δεν έχει,
όση ώραν είναι ανεμική, κι όση ώρα χιόνι βρέχει·
μα ως έβγει ο Ήλιος να το δει, κ’ η ζέστη να του δώσει, 1105
και να ομορφίσει το ζιμιό, τα φύλλα να ξαπλώσει,
το χιόνι, οπού τριγύρου του χάμαι νερό τού ρίχνει,
τη μυρωδιάν, την ομορφιάν ωσάν και πρώτας δείχνει·
όλες τσι χάρες ωσά βγει ο Ήλιος τού τσι δίδει,
που το’χεν άσκημο ο χιονιάς σ’ τση νύκτας το σκοτίδι― 1110
έτσ’ είχαν και την Αρετήν τα Πάθη μαραμένη,
κι ασούσουμη, κι ανέγνωρη, κακά καταστεμένη.
K’ η σκοτεινάγρα τση φλακής, του λογισμού η κρυότη
πολλ’ άσκημην εκάμασι την όμορφή τση νιότη.
Μα σαν είδεν τον Ήλιο τση μες στη φλακήν κ’ εμπήκε, 1115
εξαναγίνη το ζιμιό, την ασκημιάν εφήκε.
Εγιάγειρεν η ομορφιά, που τσ’ ήτον μακρεμένη,
ήβραζε πάλι, ενέζησε, οπού’τον χιονισμένη.
Ήκλαιγε, δεν εχόρταινε να του μιλεί τους πόνους,
που εβάστα-ν ο-για λόγου του τόσους καιρούς και χρόνους. 1120
Ήκλαιγε κι ο Ρωτόκριτος τα Πάθη των κιντύνων,
βλέποντας πώς ευρίσκετο μιά του Κερά για κείνον,
κ’ ίντ’ ασκημιά’χε κι ατσαλιά το ρούχον οπού εφόρει,
κι από τα νύχια ώς την κορφήν κλαίγοντας την εθώρει.
Επάψασι τα κλάηματα, και τση χαράς η ζάλη, 1125
τσι πρώτες τως αθιβολές ξαναμιλούσι πάλι.

APEΤΟΥΣA
“Άμε πέ'”, λέγει η Αρετή, “γλήγορα του Κυρού μου,
πως να σε πάρω γι’ Άντρα μου ήβαλα εδά στο νου μου.
323 Κι ας πέψει να’ρθει συντροφιά, και τ’ ακριβά μου ρούχα,
που πάντα για ξεφάντωσες και για τσι σκόλες μου’χα. 1130
Να στολιστώ, και να πλυθώ, και να’ρθω στο Παλάτι,
γιατ’ είμαι βούρκα, και πηλά, κι όλο ατσαλιές γεμάτη.
Μα να μου ‘γγίξεις, κάτεχε, ακόμη δε σ’ αφήνω,
ώστε να δώσει ο Κύρης μου το θέλημα-ν εκείνο.
Να συμπαθήσει εσέ, κ’ εμέ, το βάρος του να λιώσει, 1135
κ’ η όργητα τση Μάνας μου κ’ η μάχη να τελειώσει.
Μαύρισε πάλι, ασκήμισε, κιανείς μη σε γνωρίσει,
κ’ εκείνα, οπού περνούν κουρφά, πάγει και ‘μολογήσει.
Κι ομπρός στον Κύρη μου ύστερα να ξομολογηθούσι,
ποιός είσαι να γνωρίσουσι, κ’ ετότες να σε δούσι. 1140
Να τως φανεί παράξενο, να το θαμάξουν όλοι,
να ξετελειώσεις με τιμές του Γάμου μας τη σκόλη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήπιασεν ο Ρωτόκριτος τ’ άλλο φλασκί, και βάνει
εις τα μαλλιά, και πρόσωπο, σαν πρώτας το μελάνι.
Εγίνη πάλι ανέγνωρος, κ’ οι απόξω δε γρικούσι 1145
εκείνα που εγενήκασι, κ’ εκείνα που μιλούσι.
Κουρφή χαρά’χε η Αρετή, κουρφή χαρά η Φροσύνη,
τό πεθυμούσαν σ’ τσ’ Ουρανούς, χάμαι στη γην εγίνη.

‘Τό βγήκεν όξω απ’ τη φλακήν ο Ρώκριτος, ευρίσκει
τους φρόνιμους τους Γέροντες, δίδει τως το κανίσκι. 1150

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει τως· “Εσυβάστηκε του Ρήγα η Θυγατέρα,
ο Γάμος να ξετελειωθεί ετούτην την ημέρα.
Τα δύσκολα και τα βαρά εδά’ναι αναπαημένα,
κι Άντρα τση εθελημάτεψε, και θέ’ να πάρει εμένα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Χαρά μεγάλην και πολλήν οι Γέροντες επήρα’, 1155
και κράζουσι την Αρετή μεγάλην καλομοίρα.
Πάγει η λαλιά στου Βασιλιού, σκορπά σ’ όλην τη Χώρα,
πως εις το Γάμον τσ’ Αρετής εδά’ρθεν η καλή ώρα.
324 Τίς πιλαλεί στη μιά μερά, και τίς γλακά στην άλλη,
όλοι επεριοριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη. 1160

§Γρικά το κι ο Πολύδωρος, παράξενο του εφάνη,
που μ’ άλλον Άντρα η Αρετή έσμιξη Γάμου κάνει.
Ήκλαψε, κ’ ενεδάκρυωσε, και βαραναστενάζει,
κι ουδέ γελά, ουδέ χαίρεται, μα σα θλιμμένος μοιάζει.
Και πράμα που δεν όλπιζε, γρικά την ώρα εκείνη, 1165
κι ο-για το Φίλο ελόγιαζε, πού να’ναι, κ’ ίντα εγίνη.

Δυό μήνες επεράσασιν, οπού το στρατολάτη
στην Έγριπο ο Ρωτόκριτος χωσμένον τον εκράτει.
Κι ουδέ μαντάτο, ουδέ γραφή δεν ήπεψε να μάθει,
κ’ ελόγιαζε καθημερνό, κ’ εθάρρει πως εχάθη. 1170
K’ ήτο Θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει,
δεν ξεύροντας ο Φίλος του πού να’ναι κ’ ίντα εγίνη.
Όλοι στη Χώρα χαίρουνται, κ’ ετούτος είν’ θλιμμένος,
ετούτος, κι ο Πεζόστρατος ο κατασφαλισμένος.
K’ οι δυό εγρικούσαν τσι χαρές του Γάμου, κι ό,τι εκάναν, 1175
και μαχαιρές αγιάτρευτες εις την καρδιάν εβάναν.
Κρατούν την πρίκαν τως χωστήν, κιανείς δεν τους γνωρίζει,
γιατί εφοβούντανε πολλά το Ρήγα, οπού τσ’ ορίζει.

Επήγεν ο Ρωτόκριτος στου Αφέντη τα μαντάτα,
σκύφτει, περιλαμ[π]άνει τον, κι ολόχαρος γρικά τα. 1180
Η αγριοσύνη εμέρωσε, δε στράφτει πλιό, δε βρέχει,
την Αρετούσα ο Κύρης τση καλό Παιδί την έχει.
Επάψασιν οι λογισμοί, που τον-ε τυραννούσα’,
πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Αρετούσα.

§Εύκολον είναι στο παιδί, με το γονήν του α’ σφάλει, 1185
και του οργιστεί, στο σπλάχνος του να το γιαγείρει πάλι.
Τούτά’ν’ τση Φύσης τα κουρφά, βρίσκει τα οπ’ τα γυρεύγει,
κι αν είν’ κι ο κύρης το παιδί κιαμιά φορά παιδεύγει,
325 με τον Καιρό σκολάζεται η μάχη και τελειώνει,
και το κακόν οπού’γραψε, μ’ άλλο καλό το λιώνει. 1190
Εις ένα πράμα μοναχάς συμπάθιο δεν ευρίσκει,
όντε το σφάλμα στην τιμήν πληγώνει και βαρίσκει.
Τούτο δεν έχει γιατρικά, γιατί πολλά πληγώνει,
ουδέ παστρεύγεται ποτέ[ς] εκεί που αναμουρδώνει.

§Την Αρετούσα στη φλακήν ο Κύρης τση την έχει, 1195
γιατί δε θέ’ να παντρευτεί, αμ’ άλλο δεν κατέχει.
Κι αν είχε κακοφόρεσες, δίχως θεμέλιον ήσαν,
ξύλα δεν είχαν οι φωτιές, και πάραυτας εσβήσαν.
Μα εδά που τως εμήνυσε, να παντρευτεί πως θέλει,
όλα εγενήκα’ ζάχαρη, όλα εγενήκαν μέλι. 1200
K’ ελάφρυνε το βάρος τως, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’,
κ’ ελαχταρίζα’ να τη δουν ο Κύρης με τη Μάνα.
Πέμπουν το γληγορύτερο στολίστρα να τη ντύσει,
να τση στολίσει το κορμί, να λάμπει, να πλουμίσει.
Και συντροφιάν Αρχοντική, να την-ε συντροφιάσει, 1205
κι όλες οι καλοπίχερες, κι όλες οι πλούσες πάσι.
Εντύσαν την-ε στη φλακήν, τα τσάτσαλά τση εφήκε,
ήλαμψε ο Κόσμος, κ’ ήστραψε, την ώραν οπού εβγήκε.
Φωνές, χαρές εις τα στενά τση Χώρας εγρικούνταν,
που πρώτας την-ε κλαίγασιν, κι όλοι την ελυπούνταν. 1210
Παρακρατεί τη η Νένα τση, στολίζεται κ’ εκείνη,
πάντά’ναι με του λόγου τση, ποτέ δεν την αφήνει.
Ο Κύρης τση, κ’ η Μάνα τση τόση χαρά γρικούσι,
που εξεπεριοριστήκασιν, ώστε να την-ε δούσι.
Πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Αρετούσα, 1215
σαν τως εθελημάτεψε σ’ εκείνο που εποθούσα’.

Ήστεκεν ο Ρωτόκριτος πάντα σιμά στου Ρήγα,
κ’ οι όργητες επάψασι, κ’ οι μάνητες εφύγα’.
326 Εσίμωσεν η Αρετή και μπαίνει στο Παλάτι,
κ’ ήτον η Νένα τση κοντά, κ’ εκείνη την εκράτει. 1220
Πολύς λαός κι αρίφνητος ήρθε την ώρα εκείνη,
πολλή βαβούρα και χαρά εις όλους τως εγίνη.
Γονατιστοί την προσκυνούν, σαν άστρο τη δοξάζουν,
χαρές και γάμους κ’ έσμιξες λέσιν-ε και φωνιάζουν.
Εμπήκε στο Παλάτι τση, κι όλα τα Πάθη εγιάνα’, 1225
κλαίσι, και δεν αρνεύγουσιν ο Κύρης με τη Μάνα,
θυμώντας πώς την είχασι, και πώς τσ’ ελησμονήσαν,
και τώρα που την-ε θωρούν, τον πόνον εγρικήσαν.

Σαν όντε μαύρο νέφαλον άγριο και θυμωμένο
έχει τον Ήλιο μ’ όχθρητα στο σκότος του χωσμένο, 1230
και με τη σκοτεινάδα του τη λάμψη του αμποδίζει,
και με βροντές και μ’ αστραπές τον Κόσμο φοβερίζει,
κι όντε λογιάζουν και θαρρού’ να βρέξει, να χιονίσει,
δούσιν αξάφνου και χαθεί το νέφος και σκορπίσει,
και λαμπυρός παρά ποτέ ο Ήλιος φανερώσει, 1235
ξαπλώσει τες ακτίνες του, λάμψη και βράση δώσει―
έτσ’ ήτο και στην Αρετή. ‘Τό εβγήκεν απ’ τα Πάθη,
η καταχνιά του Παλατιού εσκόρπισε κ’ εχάθη.
Εμπήκε μέσα, κ’ ήλαμψε, κ’ η Χώρα αναγαλλιάσε,
ενίκησε κ’ εκέρδεσε κείνο που πρώτα εχάσε. 1240
Σιμώνει στους Γονέους τση, κι ομπρός τως γονατίζει,
κλαίοντας, αναστενάζοντας, έτοιας λογής αρχίζει·

APEΤΟΥΣA
“Κύρη και Μάνα, αν ήσφαλα εις-ε καιρόν κιανένα,
κι αν σας εκακοκάρδισα, δεν ήτον από μένα.
Η Αγάπη, που έχω εδά σε σας, και τον καιρόν εκείνο, 1245
μ’ έκανε και δεν ήθελα ποτέ να σας μακρύνω.
Και τω’ Ρηγάδω’ οι Προξενιές πάντα μού εδίδαν πρίκα,
η Αγάπη, και το σπλάχνος σας πάσα καιρόν μ’ ενίκα.
327 Κάλλιά’χα μέσα στη φλακή να βρίσκομαι κοντά σας,
παρά μεγάλη Ρήγισσα μακρά απ’ τη συντροφιά σας. 1250
Πάντά’λπιζα και να βρεθεί κιανείς σ’ τούτα τα μέρη,
με την ευχή σας, κι όχι αλλιώς, να τον-ε κάμω Ταίρι.
Και τότες να το πω το Ναι, να σας καλοκαρδίσω,
και πάντα να’μαι μετά σας, όχι να σας αφήσω.
K’ εδά που η Τύχη το’φερε, κ’ οι δυσκολιές επάψαν, 1255
τα σωθικά μου εγιάνασι, που οι πρίκες μού τα κάψαν.

“‘Πειδή κ’ ευρέθη-ν άνθρωπος, κ’ εγλίτωκεν εσένα,
τη Χώραν κι όλον το λαόν, κι απ’ τη φλακήν και μένα·
κ’ ήκαμε και το Βασιλιό το Βλάχο, όπου κι α’ λάχει,
πάντοτε να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη, 1260
κι αυτός, κ’ οι κληρονόμοι του χαράτσι να πλερώνουν,
στους τόπους μας ο-για κακό ποτέ να μη σιμώνουν·
κ’ ήβαλε κ’ εις-ε κίντυνο μεγάλον τη ζωή του,
κ’ ετάξετέ με Ταίρι-ν του ο-για την πλερωμή του·
και θέλει μετά λόγου σας να ζήσει, ν’ αποθάνει― 1265
εθελημάτεψα κ’ εγώ σε τούτο το Στεφάνι.
K’ είδα, κ’ εκαλολόγιασα, πως είν’ πρεπό να κάμω
το θέλημά σου, Κύρη μου, στον εγνοιανό μου Γάμο.
K’ επειδή θέλει μετά σας να ζήσει, ν’ αποθάνει,
συγκλίνομαι, Γονή, κ’ εγώ σε τούτο το Στεφάνι. 1270
Κι αν ήτον και μικρότερος, τη γνώμη μου αναπεύγω,
σα θέλει να’ναι μετά σας, εγώ άλλο δε γυρεύγω.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αγκαλιαστήν την-ε κρατούν ο Κύρης με τη Μάνα,
την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα’.
Με σπλάχνος τη γλυκοφιλούν, με σπλάχνος την ευχούνται, 1275
την περασμένη μάνητα πλιό δεν την-ε θυμούνται.

Πρι’ γονατίσει ο Ρώκριτος, και πρίχου να μιλήσει,
ηθέλησε στον Κύρην του και Μάνα να μηνύσει.
328 Με θέλημα του Βασιλιού, ήπεψε να τως πούσι,
εις το Παλάτι του Αφεντός ο-γλήγορα να ‘ρθούσι. 1280
Την αφορμή δεν ξεύρουσιν ο Ρήγας, μηδ’ οι άλλοι,
ίντά’ναι και μηνούσιν τως με τόση βιά μεγάλη.
Λογιάζου’ πως γιατ’ ήτονε πρώτος εις το Παλάτι,
κι ο Ρήγας συμβουλάτορα [πλιά] απ’ όλους τον εκράτει.
M’ απόσταν εποκότησε προξενητής κ’ εγίνη, 1285
στο σπίτι του ήτον σφαλιστός από την ώρα εκείνη.
Μα τούτον πλιόν ο Βασιλιός δε στέκει να γυρεύγει,
το λογισμό είχε λεύτερο, πλιό δεν τον-ε παιδεύγει.
Όλοι τση Χώρας γνοιάζουνται, και πεθυμού’ να δούσι
τον Κύρην του Ρωτόκριτου κείνο που θα του πούσι. 1290
Ποτέ δεν το λογιάζουσι, όσοι ήσαν στο Παλάτι,
πως ήτον τούτο το παιδί του γέρου Πεζοστράτη.
Αμή εθαρρούσαν όλοι τως, το πως αυτός μηνά του,
σα γέροντα και φρόνιμον, θέλει τη μαρτυριά του.

§Επήγαν κ’ είπασίν του το, εις του Ρηγός να πάγει, 1295
κι ως τ’ άκουσε, αποχλόμιανε, μέσα η καρδιά του εσφάγη.
K’ ελόγιαζε, για πλιότερα βάσανα να του δώσει,
του εμήνυσεν ο Βασιλιός, να πά’ να ξεφαντώσει.
Ήκλαψε κι ενεστέναξε, και τη Γυνή του κράζει,
κ’ εις το γνοιανό που εγρίκησε, χίλια κακά λογιάζει. 1300
Μα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί, κι ο Ρήγας τον ορίζει,
μ’ όλον οπού την όχθρητα και μάχητα γνωρίζει.
Με τα καημένα σωθικά, μ’ όψιν αποθαμένη
καταρδινιάζουνται κ’ οι δυό, οι πολυπρικαμένοι.
Τα μαύρα ρούχα εβγάλασι, μην πά’ οι κακοί να πούσι 1305
του Βασιλιού, πως στη χαρά θλίψιν του προμηνούσι.
Με τα κομμένα γόνατα, με τρομασμένα μέλη
επήγασι στου Βασιλιού, να δούσι ίντα τους θέλει.
329 Πολλά κλιτά τον προσκυνούν, τα πόδια του φιλούσι,
και σα βουβοί εσταθήκασι, κλαίσι, μα δε μιλούσι. 1310

Ώς τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος, τρομάρα τον-ε πιάνει,
μέσα η καρδιά του εκάγηκε, μ’ απόξω δεν του εφάνη.
Εμάθαινε καθημερνό, πώς είναι, πώς περνούσι,
κ’ ερώτα με την πονηριά συχνιά, να του το πούσι,
και γνωστικά επορεύγετο, ο-για να μη γρικήσουν 1315
άλλοι, και δούσι τα κουρφά, και τα χωστά γνωρίσουν.
Άσφαλτα, δίχως σκόνταμα, ήριχνε κάθε ζάλο,
και πάντα με τη φρόνεψιν ήδειχνεν ένα γι’ άλλο.
Εμάθαινε στον Κύρην του, και Μάναν του ίντα εγίνη,
μα δεν ημπόρειε να τους δει, μόνον την ώρα εκείνη. 1320
Αδύναμοι ήσαν και χλομοί, και κατηγορημένοι,
τότες του εφάνη να’ν’ καιρός, δε στέκει ν’ ανιμένει.
Και γονατίζει, να μιλεί κλιτά με ταπεινότη,
στη γλώσσα του τη φυσική, στην εμιλιά την πρώτη.
Την μπουκωτή, και την τρευλήν, και την τσευδήν αφήνει, 1325
στην εμιλιάν του την καλή, σαν ήτον πρώτα, εγίνη.
Συμπάθιο εζήτηξεν ομπρός στά θέλει να μιλήσει,
κι ο Ρήγας είχε πεθυμιάν πολλή να του γρικήσει.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Μεγάλε Βασιλιέ, Θρονί τση Δικιοσύνης,
ίντά’χες με του λόγου μου κι αλύπητος εγίνης; 1330
Ίντά’φταιξα; κ’ ίντά’καμα; κ’ ίντά’χ[ε]ς μετά μένα,
και με μεγάλην απονιά μ’ εξόρισες στα ξένα;
Ίντα κακό σού εκάμαμε, κ’ ίντά’βαλες στο νου σου,
κ’ εζύγωξες τον Κύρη μου, που’τον του Παλατιού σου,
και πέντε χρόνια σήμερο, που η όργητά σου εκράτει, 1335
κιανείς μας δεν επάτησε σε τούτο το Παλάτι;

“Και μ’ όλο που μ’ εξόρισες, τ’ αφτιά μου όντεν ακούσαν,
οι Βλάχοι πως σε οχθρέψανε, και πως σε πολεμούσαν,
330 πόνο μεγάλο στην καρδιάν εγρίκησα και πρίκα,
και βάσανο μου εδώκασι τα Πάθη, που σ’ ευρήκα’. 1340
Και δεν ημπόρου’ να γρικώ, πως είσαι σ’ τόση μάχη,
και πως θέ’ να σου πάρουσι την Αφεντιάν οι Βλάχοι,
κ’ εγώ να’μαι στην ξενιτιά, κ’ εγώ να’μαι στα ξένα,
κ’ εξελησμόνησα ζιμιό τά μου’χες καμωμένα.
K’ ήρθα το γληγορύτερον, σ’ βοήθεια σου επολέμου’, 1345
και να γλιτώσω ουδ’ όλπιζα, ουδ’ εθάρρουν το ποτέ μου.
Είδες εκείνα τά’καμα, που άλλος δεν τα εδυνάστη,
κ’ εις μιά μπαμπακερή κλωστήν η ζήση μου εκρεμάστη.
Ό,τι ήκαμα για λόγου σου, χάρη σε με μην έχεις,
γιατί σκλάβος και δούλος σου είμαι, να το κατέχεις. 1350

“Τον περαζόμενον καιρό στη Χώρα σου εκατοίκουν,
κ’ ήρχουμουν στο Παλάτι σου, την εμιλιά σου εγρίκουν.
Και με τον Κύρη μου συχνιά εμίλειε η Αφεντιά σου,
γιατ’ ήτον πάντα μπιστικός και συμβουλάτοράς σου.
K’ η όχθρητά σου αν-ε κρατεί ακόμη, Βασιλιά μου, 1355
πέ’ μου το, να ξενιτευτώ, να μη φανεί η φανειά μου.
Κι αν είν’ και κείνη η προξενιά, που σου’πεν ο Γονιός μου,
ακόμη σκανταλίζει σε, Θάνατον πιάσε δος μου.
Κι αν είν’ κ’ η Θυγατέρα σου, που ακόμη δεν κατέχει
ποιός είμαι, σα μαθητευτώ, εις όχθρητά τση μ’ έχει, 1360
θέλω να ξοριστώ μακρά, όπου θωρούν τα μάτια,
κι ας τάξω δεν εδούλεψα σε τούτα τα Παλάτια.
Ανέγνωρος εγίνηκα, μα τώρα να με δείτε,
ποιός είμαι να γνωρίσετε, κι αλλήλως να το πείτε.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Την ώρα εκείνη, που μιλεί, κι οπού τ’ αναθιβάνει, 1365
πάντά’χεν εις το πρόσωπον το μαγικό μελάνι.
Κι ο Βασιλιός, κ’ η Ρήγισσα, κι όλοι που το γρικούσαν,
κοιμούνται τως εφαίνετο, κι όνειρο το θαρρούσαν.
331 Κρατούσιν το για θάμασμα, πράμα πολλά μεγάλον,
κ’ εις κάθε λόγο εστρέφουντον, κ’ εθώρειε γ-είς τον άλλον. 1370
Λογιάζουν, κι ο Ρωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα,
και τούτα, οπού τως-ε μιλεί, του τα’χε εκεί ‘πωμένα.
Μα σαν επιάσε το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
τ’ απαρθινά εφανέρωσε, κι ο Ρώκριτος εγίνη.
Όλοι επομείνα’ ασάλευτοι, έτσι να τον-ε δούσι, 1375
δεν ξεύρου’ γ-ή ψοματινά, γ-ή αλήθεια το θωρούσι.
Δεν έχει ο Κύρης κρατημό, μηδέ η καημένη Μάνα,
τρέχουσι, και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα’.
Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξουν,
δεν το ελογιάζασιν-ε πλιό μ’ έτοιον υ-Γιό να σμίξουν. 1380
Φωνές μεγάλες στο λαό χαράς εγρικηθήκα’,
η Χώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα.

Ο Ρήγας κάνει και σωπούν, κι απόκεις αρχινίζει,
κ’ η όχθρητα, κ’ η όργητα σ’ σπλάχνος πολύ γυρίζει.

ΡΗΓΑΣ
Λέγει του· “Γιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα, 1385
γ-ή εγώ’σφαλα, γ-ή εσύ’σφαλες, ας είν’ συμπαθημένα.
K’ επειδή οι χρόνοι κ’ οι καιροί τέλος καλόν εφέραν,
ας τη χαρούμεν όλοι μας τη σημερνήν ημέραν.
K’ επειδή εμέλλετον εσέ η Αρετή, όχι εις άλλο,
εις το Θρονί μου σήμερο σα Ρήγα να σε βάλω. 1390
Να ορίζεις, σα σου φαίνεται, τσι χώρες και τα πλούτη,
Γυναίκα σου και Ταίρι σου, σου δίδω να’ν’ και τούτη.
Εγώ, κατέχεις, Καλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
και δεν μπορώ να γνοιάζομαι κείνα που θέλει η Χώρα.
Και τα Ρηγάτα κ’ οι Αφεντιές εσένα πρέπουν, Γιέ μου, 1395
κι ας τάξω πως δεν τ’ όριζα, μηδ’ είδα τα ποτέ μου.
Με την ευχή μας ολωνών, ωσάν το πεθυμούμε,
να κάμετε κληρονομιάν, και Τέκνα σας να δούμε.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
332 Τούτα τα λόγια ο Βασιλιός με κλάηματα τα εμίλειε,
κ’ είχεν τον στην αγκάλην του, με σπλάχνος τον εφίλειε. 1400

ΡΗΓΑΣ
Ήκραξε και την Αρετή, λέγει τση· “Θυγατέρα,
το Γάμο σου εξετέλειωσα ετούτην την ημέρα.
Εσύ ήμελλες του Ερώκριτου, στον Ουρανόν εγράφτη,
για κείνο η γνώμη σου εύκολα σε τούτον ενεπαύτη.
K’ ήδιωξες τους Ρηγόπουλους κ’ έγνοια απ’ αυτούς δεν έχεις, 1405
κ’ εις τούτο[ν] θελημάτεψες, δίχως να τον κατέχεις.
Ξένον τον ελογιάζαμεν, και Ξένον τον ελέγα’,
κ’ ετούτος είν’ ο Ερώκριτος, της αντρειάς η φλέγα.
‘Πειδή και μαύρος σου’ρεσε, σαν όλοι μου το λέσι,
εδά που’ν’ άσπρος και ξαθός, καλύτερα σου αρέσει. 1410
Ευχή τσ’ ευχής μου να’χετε, κι ό,τι εκατηγορήθης,
χαρές να σου γυρίσουσιν, εις ό,τι εδά εβουλήθης,
κ’ ήκαμες κείνο που’θελα, κ’ ήγιανες την πληγή μου,
που αν είχες πει τ’ Όχι κ’ εδά, άνθρωπος πλιό δεν ήμου’.
Γιατ’ ήκαμε για λόγου μας θαμάσματα μεγάλα, 1415
κ’ οι χάρες του μες στην καρδιάν και νου μου τον εβάλα’.
Δεν είναι Ρήγας σαν εμάς, μα η χάρη του είναι τόση,
που Ρήγα τον-ε κράζουσι σε δύναμιν και γνώση.
K’ εκείνα, που αφεντεύγομεν, τσι χώρες κι όλα τ’ άλλα,
αυτείνος μας τα εκέρδεσε με κίντυνα μεγάλα. 1420
Ευχαριστώ του Ριζικού, που σου’δωκε έτοια γνώμη,
που’λεγες, πως δεν ήθελες να παντρευτείς ακόμη.
K’ εφύλαγε ώς το ύστερον, κανίσκι να μου φέρει
έναν, οπού μ’ εγλίτωκε, να σου τον κάμω Ταίρι.
Χαίρου, λοιπόν, Παιδάκι μου, σα χαιρομέσταν όλοι, 1425
και σα μας ανεγάλλιασε του Γάμου σας η σκόλη.
K’ έπαρε με καλήν καρδιάν τά κανισκεύγει η Μοίρα,
κ’ εγώ ποτέ μου έτοια χαρά σαν τούτη δεν επήρα.
333 Ας είστε πάντα μιά βουλή, και πάντα συβασμένοι,
γιατί τσ’ ανάγκες και κακά η σύβαση τα γιαίνει.” 1430

ΠΟΙΗΤΗΣ
Με πονηριάν η Αρετή κάνει πως δεν κατέχει
πρωτύτερας ό,τι θωρεί (κ’ εις τούτο γνώσιν έχει).
Τα φρούδια τση ενεσήκωσε με μαστοριάν η Κόρη,
δείχνει πως το θαμάζεται, στον Ουρανόν εθώρει.
Δείχνει πως ανεπόλπιστον είν’ κείνον, οπού βλέπει, 1435
κ’ εδάγκανε τα χείλη τση (σ’ τούτο έπαινος τση πρέπει).
Εκόμπωσε όλον το λαόν, και κάνει και λογιάζουν
τα ψόματα γι’ απαρθινά, γιατί τσ’ αλήθει[α]ς μοιάζουν.
Με λίγα λόγια φρόνιμα τον Κύρη αποφασίζει,
να κάμει εκείνο που γρικά, και κείνον οπού ορίζει. 1440
Δε θέλει να πολυμιλεί, μη λάχει και μπερδέσει,
και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει.

Εθώρειε κι ο Πολύδωρος, κι ακόμη δεν κατέχει,
αν είναι εκεί ο Ρωτόκριτος, κι αλήθεια δεν την έχει.
Τόσον πολύ του εφάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει, 1445
τον Ήλιο βλέπει, και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει.
Μα ετούτη η δυσκολιά του νου, λίγη ώρα τον εκράτει,
κ’ είδε κι αυτός κ’ επίστεψε σαν τσ’ άλλους στο Παλάτι.
Περιλαμπάνει και φιλεί, και δεν τον-ε χορταίνει
το Φίλον του τον ακριβόν, και δάκρυα τον-ε ραίνει. 1450

§Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη,
και πόση περιδιάβαση σ’ όλην τη Χώρα εγίνη.
Τίς το’λεγε για θάμασμα, τίς όνειρον το κάνει,
τόσο μεγάλο και πολύ, αξάφνου τως εφάνη.

Ο Πεζοστράτης του Ρηγός γονατιστός σιμώνει, 1455
κι ό,τι κι αν είχε στην καρδιάν τότες του φανερώνει.

ΠEΖΟΣΤΡΑΤΟΣ
Λέγει του· “Αφέντη, αν σου’φταιξα εις τον καιρόν εκείνο,
που σου’φερα την προξενιάν, κ’ είπες μου να μακρύνω
334 το τέκνο μου απ’ τη Χώρα σου, κ’ εγώ στο σπίτι μέσα
να κάθομαι, να μην εβγώ, κι ό,τ’ είπα δε σου αρέσα’, 1460
συμπάθησέ μου, Βασιλιέ, α’ λάχει χρεία στην άλλη,
μην πιάνεις με τους δούλους σου τόση κακιά μεγάλη.
Θωρείς τα εδά τα λόγια μου το πως εβεβαιώσα’,
θαρρώ να τα μετάνιωσες τά μου’πε αυτείνη η γλώσσα.

“Πολλά μ’ εκατηγόρησες, κ’ ήκρινες τη ζωή μου, 1465
γιατί σου εμίλησα ο φτωχός καλό για το παιδί μου.
Κάθε γονής παρακαλεί, κάθε γονής ξετρέχει,
να κάμει πλούσο το παιδί, κι ουδ’ άλλην έγνοιαν έχει.
Κι αν επεθύμησα κ’ εγώ, τά πεθυμήσαν κι άλλοι,
δεν ήτον σφάλμα έτσι πολύ, να μ’ εύρει τόση ζάλη, 1470
να’ν’ πέντε χρόνοι σήμερον, που έτοιον υ-Γιό δεν είδα,
οπού τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα.
Μα ετούτα όλα επεράσασι, κι ας τάξω πως δεν ήσαν,
οπού θωρώ και τα κακά σ’ τόσα καλά εγυρίσαν.
K’ οι μάνητες επάψασι, κι η όχθρητα ετελειώθη, 1475
και το μαντάτο το πρικύ μ’ άλλο γλυκύν ελιώθη.
Λοιπό αν σ’ εβάρυνα κ’ εγώ εις-ε καιρόν κιανένα,
ό,τι κι αν επωθήκασιν, ας είν’ συμπαθημένα.
Και την ευχή μου να’χουσι, παιδιά και των παιδιών τως,
και να πληθαίνου’ οι Ουρανοί το πράμα και το βιόν τως.” 1480

ΠΟΙΗΤΗΣ
Μιλώντας, εσηκωθήκε, στην Αρετή σιμώνει,
φιλεί την, κι ωσάν Νύφην του την αποκαμαρώνει.
Εκείνος κ’ η γυναίκα του το κλάημα δε σκολάζουν,
απ’ τη χαράν τήν είχασι, πλιό Πάθη δε λογιάζουν.
Γέμου’ οι αυλές τους άρχοντες, γεμίζει το Παλάτι, 1485
αρχίζουν την ξεφάντωσιν κι ολημερνίς εκράτει.
Κι αργά’μεινε το Αντρόγυνο στην κάμεραν εκείνη,
που’τον αρχή, κ’ εμπήκασι σ’ τσ’ Αγάπης την οδύνη.

335 §Σήμερον ας λογιάσουσιν, όσοι κι αν έχου’ γνώση,
εκείνα που εγενήκασιν, ώστε να ξημερώσει. 1490
Εγώ δε θέλω, και δειλιώ, να σας-ε πω με γράμμα,
τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά’παν, κ’ ίντα ‘κάμα’.
Μπορείτε από τα παρομπρός, που’χετε γρικημένα,
εσείς να τα λογιάσετε, και μη ρωτάτε εμένα.
Τά’πασι, τά μιλήσασι, κ’ εις ό,τι κι αν εγίνη, 1495
κιανείς δεν ξεύρει να το πει, μόνον οι δυό τως κείνοι.

Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
κ’ εκάθησε ο Ρωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.
Με φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσιν ορδινιάζει,
πριχού έρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει. 1500
Όλοι τον αγαπήσασι, κ’ εις τ’ όνομά του εμνέγαν,
κι από τους πρώτους Βασιλιούς πρώτον τον εδιαλέγαν.
Και τω’ Ρηγάδω’ οι διαφορές σε πράματα μεγάλα
κριτή τον είχαν, και ποτέ τά’λεγε δεν εσφάλα’.
Αγαπημένο Αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη, 1505
μουδ’ έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Πλιά ορίζασι και γέροντες, παρά που δίδει η Φύση,
καλή καρδιά τους έθρεφε, σαν το δεντρόν η βρύση.
Εκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
και Μάνα και Κερά Λαλά εγίνη η Αρετούσα. 1510
Για τούτο, οπού’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι.
Ετούτ’ η Αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη,
και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
Και κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει, 1515
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει.
K’ εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν,
κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν.

336 Εσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει,
ήρθε σ’ ανάβαθα νερά, και πλιό δεν κιντυνεύγει. 1520
Θωρεί τον Ουρανό γελά, τη Γη και καμαρώνει,
κ’ εις-ε λιμιώνα ανάπαψ[ης] ήραξε το τιμόνι.
Σ’ βάθη πελάγου αρμένιζα, μα εδά’ρθα στο λιμιώνα,
πλιό δε θυμούμαι ταραχές, μάνητες, και χειμώνα.
Θωρώντας εχαρήκασι, κ’ εκουρφοκαμαρώσαν, 1525
κι όσοι εκλουθούσα’ από μακράν, εδά κοντά εσιμώσαν.
Η γης εβγάνει τη βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει,
και μιά βροντή στον Ουρανόν τσ’ οχθρούς μου φοβερίζει,
εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι,
κι απόκεις δεν κατέχουσι την Άλφα σκιάς να πούσι. 1530

Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ’ έχω το γρικημένα,
να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ’ απανωγραμμένα.
K’ εγώ δε θέ’ να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ’ έχουν,
μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν.

BΙΤΣENΤΖΟΣ είν’ ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOΡΝΑΡΟΣ, 1535
που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ήκαμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει. 1540
Οι στίχοι θέλουν διόρθωσιν, και σάσμα όσο μπορούσι,
γι’ αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γρικούσιΠΟΙΗΤΗΣ
285 Ας έρθομε στου αλλού Ρηγός, Ηράκλη, οπού στη μάχη
τον Βλαντιστράτη ενίκησε, δίχως ολπίδα να’χει.
Ας πούμεν την αγκούσαν του, την πρίκαν, και τα βάρη,
που τον Ρωτόκριτο νεκρόν κι αποθαμένο εθάρρει.
Γιατί το αίμα στην καρδιάν ήτρεξε να βουηθήσει, 5
κ’ ήτονε χρεία τ’ άλλο κορμί χλομόν, κρυό ν’ αφήσει.
Κι ωσάν το λίθο επόμεινε, κι ουδ’ αναπνιά γρικάται,
κείνη την ώρα ωσά νεκρός καθολικά λογάται.
Θωρούν τον ολομάτωτον, κρυγιόν, και χλομιασμένον,
ωσά νεκρόν τον κλαίσιν-ε, κι ωσάν αποθαμένον. 10
Δεν τον εκράτειε ζωντανόν ο Ρήγας, μηδέ οι άλλοι,
κ’ ήτον ο πόνος του πολύς, κ’ η πρίκα του μεγάλη.
Κρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυα τον εφίλειε,
λόγια πολλά λυπητερά και θλιβερά του εμίλειε·

ΡΗΓΑΣ
“Ώφου κακόν σού το’καμα, δράκοντα και στρατιώτη, 15
κ’ ίντα άδικα για λόγου μου εχάθη-ν έτοια νιότη!
Κι ας ήξευρα τον τόπον σου, και πού’ναι οι εδικοί σου,
να σ’ εσυντρόφιαζα ώς εκεί, να’καμα τη θαφή σου.
286 Για μένα-ν εις τα βάσανα και Θάνατον εμπήκες,
και μιάν πληγήν παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες. 20
Κι ας είχες είσται ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω,
τες χώρες, και τα πλούτη μου, κι ό,τι έχω, να σου δώσω.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εφίλειεν τον-ε σπλαχνικά, στα χέρια του τον έχει,
και με το κλάημα το συχνιό το πρόσωπόν του βρέχει.
Σ’ τούτα τ’ ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνει, 25
στη στόρησιν τη ζωντανήν ο Ρώκριτος γιαγέρνει.
Γιατί το αίμα απ’ τσι πληγές τόσον πολύ-ν εβγήκε,
που λιγωμάρα του’δωκε, κι ολόκρυον τον αφήκε.
Και τ’ άλλον αίμα του κορμιού, που’τον απομονάρι,
ήτον τριγύρου τση καρδιάς, να τση πληθαίνει [η] χάρη. 30

§Σαν επαρασυνήφερε, τα μάτια αναντρανίζει,
και προς το Ρήγα σπλαχνικά το πρόσωπο γυρίζει.
Μιλεί, παρηγορά τον-ε, κ’ εφίλειεν του το χέρι,
λέγει του, γλήγορα γιατρό να πέψει να του φέρει.
Πολλή χαράν ο Βασιλιός επήρε, κι όλοι οι άλλοι, 35
πέμπει στη Χώραν, και γιατροί ήρθαν οι πλιά μεγάλοι.
Και πριν τον-ε σηκώσουσι, στη Χώρα να τον πάσι,
του εξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσει.
Βρίσκουν εφτά λαβωματιές, και τσ’ έξι δεν ψηφούσι,
μα εκείνη, οπού’τον στο βυζί, φοβούνται και δειλιούσι. 40
Κράζουν το Ρήγα σ’ μιά μερά, κι όλοι οι γιατροί τού λέσι,
πως τα πενήντα να χαθεί, κ’ εις το’να να κερδέσει.
Ο τόπος ήτονε ακριβός, κ’ έχουν ολίγη ολπίδα,
γιατ’ ήσωνε η λαβωματιά, κ’ ετρύπα την παγίδα.
Χώνει την πρίκα ο Βασιλιός, ο-για να μη δειλιάσει 45
ο λαβωμένος, [μ]α πονεί, πως θέ’ να τον-ε χάσει.
Σμίγουσι ξύλα με καρφιά, κι απάνω τον-ε βάνουν,
και με μεγάλη μαστοριάν ανάπαψιν του κάνουν,
287 να μη σαλέψει, να πονεί, πάν’ τον εις το Παλάτι,
κι όλη τη στράτα ο Βασιλιός τη μιάν του χέρα εκράτει. 50
Στην κάμερα την πλι’ όμορφην, την παραχρουσωμένη,
κ’ εις το κλινάρι τσ’ Αρετής τον ήβαλε να μένει.

§Εκάτεχε την κάμεραν, κι ως τον εβάλα’ μέσα,
γρικά τα φύλλα τση καρδιάς χαίροντας κ’ επονέσα’.
Είχε χαράν πως βρίσκεται στη μυρισμένη κλίνη, 55
που εμεροξημερώνουντον η Κόρη που τον κρίνει.
Μα πάλι, ως είχε θυμηθεί, πού γέρνεται, πού μένει
για λόγου του μιά του Κερά ακριβαναθρεμμένη,
εγρίκα μέσα στην καρδιά μαχαίρι, και πληγώνει,
μ’ απόξω δεν του εφαίνετο, μα μέσα του το χώνει. 60
Πούρι επαρηγοράτονε, κι ο-για καλό σημάδι
το’χε, κι ολπίζει γλήγορα να σμίξουσιν ομάδι.
Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα’,
κι αρχίσαν κ’ οι λαβωματιές καλύτερα κ’ επηαίνα’.

Εγρίκησε κ’ η Αρετή, κ’ ήμαθε τα μαντάτα, 65
το πως ο εχθρός εμίσεψε μ’ όλα του τα φουσάτα,
κ’ ενίκησεν ο Κύρης τση, κ’ η Χώρα εξεσκλαβώθη,
κι από τους τόσους σκοτωμούς, κ’ έξοδες ελυτρώθη.
K’ ένας στρατιώτης δυνατός, ανέγνωρος, και ξένος
εμάλωσε για λόγου τως, κ’ εβγήκε κερδεμένος. 70
Γρικώντας ενεδάκρυωσε, λίγη χαράν τσ’ εδίδα’,
αλλού’τονε το θάρρος της, αλλού’χε την ολπίδα.
Με τη Φροσύνην το μιλεί ετούτο το μαντάτο,
πως μ’ εντροπήν εμίσεψε του Βλάχου το φουσάτο.

APEΤΟΥΣA
“Μα ίντα χαράν μπορώ να δω”, ήλεγε προς τη Νένα, 75
“σα βρίσκεται ο Ρωτόκριτος πολλά μακρά στα ξένα;
Κι ας είχεν είσται μπορετό, κ’ η Τύχη ας το’χε φέρει,
να’θελε λάχειν εδεπά το σπλαχνικό μου Ταίρι.
288 Να’θελε μπει στον πόλεμον, και να’θελε νικήσει,
να’θελε πάψει το κακό, και το καλό ν’ αρχίσει. 80
Και του Κυρού μου η όργητα σε σπλάχνος να γυρίσει,
και να τελειώσει η κάκητα, και να τον αγαπήσει.
Μα’λαχεν άλλος, κι ακριβόν ωσάν παιδί τον έχει.
Ώφου, ξενιτεμένε μου, κι ας το’θελες κατέχει,
να’χες πετάξει ωσάν πουλί, να’ρθεις να πολεμήσεις, 85
να λυτρωθείς απ’ την ξενιάν, κ’ εμένα να βουηθήσεις!
Αμέ τση Χώρας οι χαρές ίντα καλό μου κάνουν;
Πλιά γληγορύτερα πονώ, κ’ εις Πάθη πλιά με βάνουν.
Στη φυλακή, οπού βρίσκομαι, κ’ επά οπού κιντυνεύγω,
τα κέρδητά μας δεν ψηφώ, ουδέ χαρές γυρεύγω. 90
Μακρά από ‘πά έχω τσι χαρές, και τίς να μου τσι φέρει;
Ό,τι κι αν έχω, βρίσκεται στου Ρώκριτου το χέρι.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Καημένη, κι ας το κάτεχες, πως εις την κάμερά σου
ευρίσκεται η Αγάπη σου, η ζήση, κ’ η χαρά σου,
και πως εκεί που εκοίτουσου’, στο στρώμα που εκοιμούσου’, 95
γιατρεύγου’ εκείνον που ποτέ δε βγαίνει από το νου σου.
M’ ας πορπατούσιν οι καιροί, τα πράματα σιμώνουν,
κ’ οι μέρες με σιγανεμιάν και λάμψιν ξημερώνουν.
Η σκοτεινάδα εξέφεξεν, η συννεφιά σκολάζει,
οι ανέμοι κατατάσσουσι, καλοκαιράκι βράζει. 100
Και του Κυρού σου η όργητα κ’ η κάκητα μερώνει,
κ’ εδά που αρχίζει το Καλό, σ’ χαρές το ξετελειώνει.

§Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φορές την ώραν,
κ’ ήπεψε ο Ρήγας κ’ ήφερε πρώτους κι απ’ άλλη χώραν.
Ήγιανε κι ο Πολύδωρος, κι αγαλινά όσο ημπόρει, 105
επήγαινε συχνιά-συχνιά, τον πληγωμένο εθώρει.
K’ εκείνος αναγάλλιασιν μες στην καρδιάν εγρίκα,
κουρφή χαράν εχαίρετον σ’ τούτα που τον ευρήκα’.
289 Πολλώ’ λογιών αθιβολές ομάδι εσυντυχαίναν,
με τούτες τσι παρηγοριές, πληγές και πόνοι εγιαίναν. 110
Μεγάλο πράμα-ν ήτονε, να μην του ομολογήσει
του Φίλου του, ποιός ήτονε, να τον παρηγορήσει.

Μιά κάποια Αγάπη εκίνησε, με τρόπον κουρφεμένον,
στο στήθος του Πολύδωρου προς τον αρρωστημένον.
K’ ερέγετο να του γρικά, κ’ εσύχνιαζε να πηαίνει 115
εις το Παλάτι να θωρεί, πώς πάει, και πότες γιαίνει.
K’ εφαίνουντό του ο Ρώκριτος ήτον, όντε του εμίλειε,
και σπλαχνικά συχνιά-συχνιά στο στόμα τον εφίλειε.
Και σα να τ[ο]’θελε γρικά, πως είναι ο σύντροφός του,
έτοιας λογής ερέγετο, να στέκει πάντα ομπρός του. 120
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, και κουρφαναδακρυώνει,
του Ρώκριτου εθυμάτονε, και στην καρδιάν επόνει.
Ο πληγωμένος για να δει, ίντά[‘ν’] κι αναδακρυώνει,
τον ερωτά να του το πει, κ’ εκείνος του το χώνει.

ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Λέγει του· “Φίλον κι αδερφόν έχω μακρά στα ξένα, 125
θωρώ κ’ εις πράματα πολλά ‘μοιότη έχει μετά σένα.
Το πρόσωπόν σου μοναχάς δε μοιάζει μετ’ αυτείνον,
στ’ απομονάρια, όντε σε δω, σα να θωρώ κ’ εκείνον.
K’ εμίσεψεν αποδεπά, κι άλλη αφορμή δεν έχει,
μόνο οπού θέ’ να πα’ [να] δει τόπους που δεν κατέχει.” 130

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ρώκριτος να του γρικά τα πράματα πώς πηαίνουν,
μέσα η καρδιά του ακνογελά, τα χείλη του σωπαίνουν.
Δεν ήθελε κι άλλος κιανείς ποιός είναι να κατέχει,
μα να’ναι πρώτη η Αρετή, κ’ εις τούτο δίκιον έχει.
Και σαν το μάθει εκείνη ομπρός, σαν τση τ’ ομολογήσει, 135
στους άλλους να μαθητευτεί, και το καλό ν’ αρχίσει.

Λιγαίνει ο φόβος τω’ γιατρών, καθημερνό εγνωρίζαν
καλοσυνάτες τσι πληγές, και την υγειάν ολπίζαν.
290 K’ εις λίγες μέρες μιά βουλή δίδουν, να τον πασκάσουν,
και πλιό δεν εφοβούντανε τους κόπους τως να χάσουν. 140
Πολύ θαράπιον και χαράν ετούτα τα μαντάτα
εδίδασι του Βασιλιού, χαιράμενος γρικά τα.
Ολημερνίς, κι οληνυκτίς καθόλου δεν αφήνει
δίχως του τον Ρωτόκριτο μιάν ώρα ν’ απομείνει.
Πάντά’ναι με του λόγου του, καλήν καρδιάν τού κάνει, 145
τούτο με τ’ άλλα γιατρικά θέλουσι τον-ε γιάνει.
Η κάμερα τσ’ Αφέντρας του, και τση Κεράς του η κλίνη,
κι ο Βασιλιός, κι ο Φίλος του, το γιατρικόν του εγίνη.
Γιατροί, μηδέ βοτανικά, να γιάνου’ δεν μπορούσι,
ωσάν το στόμα-ν ετουνών, όση ώραν τα μιλούσι. 150

Ωσάν εκαλυτέρεψε, κ’ εντύθη, κ’ επ[ο]ρπάτει,
ο Βασιλιός αγκαλιαστόν με σπλάχνος τον εκράτει.
K’ ετότες τον ερώτηξε, σαν είδεν την υγειά του,
κ’ είπεν του κ’ έχει πεθυμιά, να μάθει τ’ όνομά του,
κ’ ίντα αφορμή τον ήκαμε κ’ ήρθεν εις την Αθήνα 155
εις-ε καιρό οπού πόλεμος αδυνατός εκίνα.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει του· “Αφέντη, οπού ρωτάς, κάτεχε πως με λέσι
Κριτίδην, κι απ’ το σπίτι μου από καιρό με κλαίσι.
Μικρός εξενιτεύτηκα απ’ τα δικά μου μέρη,
και πορπατώ στην ξενιτιά χειμώνα-καλοκαίρι. 160
Μάναν και Κύρην ήφηκα, κι αδέρφια δυό μεγάλα,
κι απόσταν τως εμίσεψα, μαύρα, θλιμμένα εβάλα’.
Μαντάτο δεν τως ήπεψα, πού βρίσκομαι, να μάθου’,
κι απάνω-κάτω πορπατώ, του ύψου και του βάθου.
Για μιάν κόρη οπού αγάπησα, κ’ αφνίδια την εχάσα, 165
κ’ επόθανε για λόγου μου, την ξενιτιάν επιάσα.
Και μέρα-νύκτα πορπατώ, κλαίγω κι αναδακρυώνω,
κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω.
291 Και το κορμί μου εκούρασα σ’ βάσανα πλιά παρ’ άλλον,
μα επά’λαχα σε κίντυνον παρά ποτέ μεγάλον. 170
Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα,
μα’χα για σένα, Βασιλιέ, για σε, μεγάλε Ρήγα.
Μην πάρουσι τσι χώρες σου, και την εξά σου χάσεις,
και δουν τα μάτια σου πολλά, πριν παρά να γεράσεις.
M’ απείτις και τα πράματα τέτοιας λογής επήγαν, 175
και τον Οχθρό εσκοτώσαμεν, και τα Φουσάτα εφύγαν,
πολλή χαράν κι αμέτρητη γρικώ στα σωθικά μου,
όχι γιατί εσηκώθηκα, κ’ εδά’χω την υγειά μου,
μα το’χω, [γ]ιατί τον Οχθρό σού’διωξα το μεγάλο,
και τούτο με παρηγορά στον Κόσμον πλιά παρ’ άλλο. 180
Μα σ’ τούτον, οπού με ρωτάς, και λέγει η Αφεντιά σου,
ίντ’ αφορμή μ’ επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου,
δεν είν’ καιρός να σου το πω για ‘δά, μα σ’ άλλην ώρα
θέλω σου πει, και πού’μουνε, πού εφάνηκα, σ’ ποιά χώρα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αφήνει ο Ρήγας και μιλεί. Σαν είδε πως σωπαίνει, 185
αρχίζει μ’ όψη ολόχαρη, και παρηγορημένη.

ΡΗΓΑΣ
Λέγει του· “Εσένα πρέπουσιν οι χώρες, οπού ορίζω,
γιατί και πράμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω.
Κι από τη σήμερον κι ομπρός, κι από την ώραν τούτη,
δικές σου να’ναι οι Αφεντιές, οι χώρες, και τα πλούτη. 190
Κι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον Κόσμο, να σ’ αρέσει,
πέ’ το, και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Την ώραν οπού τα μιλεί, στα χέρια τον εκράτει,
κ’ εφαίνετό σου εχαίρετο κ’ εγέλα το Παλάτι.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει του· “Αφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ’ [οι] Αφεντιές σου,
ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν’ πάλι εδικές σου. 196
Εγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο,
κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω.
292 Μεγάλο πράμα σού ζητώ, και μην το πάρεις βάρος,
κ’ εις τούτο μ’ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος. 200

“Κατέχω, πως στη φυλακή βρίσκεται το Παιδί σου,
δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου.
Ετούτον είναι οπού ζητώ, και κάμε μου τη χάρη,
τση φλακιασμένης μήνυσε, Άντρα τση να με πάρει.
Λογιάζω να το συβαστεί, σαν τση το καλοπούσι, 205
τη δούλεψιν, οπού’καμα για λόγου σας, ν’ ακούσει.
Για τούτην ήρθα από μακρά, για Αγάπη τση επολέμουν,
για λόγου της ώς κ’ οι Οχθροί δειλιούν, κι ακόμη τρέμουν.
Εδά’μαθες την αφορμήν, κ’ είδες το ζήτημά σου,
ίντά’τον, οπού μ’ έφερε στα μέρη τα δικά σου. 210
Κι α’ ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου,
και να με κάμεις Τέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου,
κάμε τη να το συβαστεί, να το θεληματέψει,
εμέ να κάμει Ταίρι τση, κι άλλο να μη γυρέψει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ως το’κουσεν ο Βασιλιός, σ’ έγνοια μεγάλη εμπήκε, 215
και να τελειώσει ο Ρώκριτος τα λόγια δεν αφήκε.

ΡΗΓΑΣ
Λέγει του με σπλαχνότητα, κρατώντας του τη χέρα·
“Εις έγνοια, Γιέ μου, μ’ έβαλες ετούτην την ημέρα,
γιατί φοβούμαι, ό,τι ζητάς, να μην μπορώ να κάμω,
και η φλακιασμένη δυσκολιές μου βάνει σ’ κάθα Γάμο. 220
K’ η αφορμή, οπού στη φλακήν τόσον καιρόν την έχω,
κι αγρίεψα τέτοιας λογής, και μερωμό δεν έχω,
είναι, γιατί δεν ήθελε στά’θελα ν’ απακούσει,
κ’ ήδιωχνε πάσαν Προξενιά, να μην τση την-ε πούσι.
Και πάντα στέκει εις μιά βουλή, ποτέ δεν την αλλάσσει, 225
μηνά μου, πως στη φυλακήν εβάλθη να γεράσει.
Μαγάρι εδά να συβαστεί, μαγάρι να το θέλει,
μαγάρι εσένα, όχι αλλουνού, Γυναίκα να σου μέλλει.
293 Στον Ουρανόν παρακαλώ, ό,τι ζητάς να γίνει,
και τ’ άγρια να μερώσουσι, το βάρος ν’ αλαφρύνει. 230
Οπού κιαμιάν κληρονομιά δεν έχω παρά τούτη,
κι όλα δικά τση εμέλλουνταν, οι χώρες και τα πλούτη.
Αν είναι να το συβαστεί, τό πεθυμώ να γίνει,
αλλιώς, εσύ [σ]το πράμα μου, και στη φλακήν εκείνη.

“Μα λέσι μου, πως άσκημη-ν είναι καταστεμένη, 235
ασούσουμη κι ανέγνωρη, άτσαλη, βρομεσμένη.
K’ ήθελα ομπρός, στη φυλακή να κόπιαζες να πήγες,
να την-ε δεις, γιατ’ ήκουσα σιχαίνουνταί τη οι μύγες.
Κι αν είν’ κι ο Γάμος μιληθεί, κάμομε και προσπέσει,
κι απόκει, Γιέ μου, να τη δεις, και να μηδέν σου αρέσει, 240
κι οπίσω να συρθείς εσύ, και να τα δυσκολέψεις,
και να ντραπείς, κι αποδεπά να γέρθεις να μισέψεις,
μου αφήνεις βάρος στην καρδιάν, πληγή πολλά μεγάλη,
αν την αφήσεις, σαν τη δεις, να πά’ να πάρεις άλλη.
Λοιπό’, άμε ομπρός, και δέ’ την-ε, κι απόκει μίλησέ μου, 245
κι ό,τι μπορώ για λόγου σου, εγώ να κάμω, Γιέ μου.
Κι αν τη ρεχτείς, και θέλεις την, ζιμιό να τση μηνύσω,
κι α’ δυσκολέψει, ζωντανή δε θέ’ να την αφήσω.
K’ εσύ να’σαι το Τέκνο μου εις ό,τι κι αν ορίζω,
γιατί ζωή και λευτεριά από λόγου σου γνωρίζω.” 250

ΠΟΙΗΤΗΣ
Απιλογάται ο Ρώκριτος, και προς το Ρήγα λέγει,
κ’ ήσαν τα μάτια του στεγνά, αμ’ η καρδιά του κλαίγει·

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
“Αφέντη, σ’ ό,τι εμίλησες, σ’ ό,τι έχω γρικημένα,
εις-ε σκλαβιάν παντοτινή θέ’ να’μπω μετά σένα.
Δεν έχω παρά μιά ζωή, κι ως θέλεις την-ε κάμε, 255
κι ώστε που να’χω την πνοή, σκλάβος σου θέλω να’μαι.
Τα λόγια τα Βασιλικά έτοιας λογής μ’ επιάσα’,
οπού μ’ εγράψα’ δουλευτήν, και την εξά μου εχάσα.
294 Δε θέ’ πάγω στη φλακήν, κι ας τάξω και θωρώ την,
ως είναι ρέγομαί την-ε, ως είναι πεθυμώ την. 260
Αν ήτονε κι ολότυφλη, κουτσή, και ζουγλοχέρα,
τες άλλες κράζω σκοτεινές, κ’ εκείνη κράζω ημέρα.
Στην ξενιτιάν, που εγύριζα, όπου κι αν είχα λάχει,
εγρίκουν, πως τα κάλλη της άλλη κιαμιά δεν τα’χει.
Και σκλάβος της εγράφτηκα, τα περασμένα αφήκα, 265
κ’ οι πόνοι, οπού μ’ εκρίνασιν, εξελησμονηθήκα’.
Και τόσο μέσα στην καρδιάν τούτην την έγνοια επιάσα,
που εξελησμόνησα εκεινής, οπού έτσι αφνίδια εχάσα.
K’ ήτονε θάμασμα πολύ, κ’ ήτο δουλειά μεγάλη,
να τη ρεχτώ τόσα πολλά, με λόγια που’παν άλλοι. 270
Τη δύναμή μου εγνώρισα, και την εμπόρεσή μου,
κ’ εθώρουν το, κι εγρίκουν το, άξος γι’ αυτή δεν ήμου’.
Κι ουδέ ποτέ στα μέρη σου δεν ήρθα να ξεδράμω,
γιατί δεν ήμου’, ουδ’ ήσωνα να κάμω τέτοιο Γάμο.

“Μα επεί κ’ η Τύχη εθέλησε ξύλα ξερά ν’ ανθήσου’, 275
κι αγάπησές με, Βασιλιέ, κ’ έχεις με σαν παιδί σου,
και διαλεγώνα μ’ έβαλες εις ό,τι κι αν ορίζεις,
για λίγην, κι ουδέ τίβοτσι, χάρη, οπού μου γνωρίζεις,
εδιάλεξα ό,τι μου’ρεσε, κ’ η Μοίρα ας το θελήσει,
ο λογισμός, οπού’βαλα, σήμερο να νικήσει. 280
Κι ο Γάμος αν ξετελευτεί, και δω την πεθυμιά μου,
τότες να πω τη χώρα μου και πού’ν’ τα γονικά μου.

“Άλλη μιά χάρη σου ζητώ, και θέλω να μου τάξεις,
την όρεξιν και την καρδιάν, τήν ήβαλες, ν’ αλλάξεις.
Κι αν είν’ και δεν το συβαστεί, δε θέλω να μανίσεις, 285
μα ό,τι κι αν σου’σφαλε ώς εδά, να τση τα συμπαθήσεις,
κι απ’ τη φλακή, οπού βρίσκεται, να την ελευτερώσεις,
και την ευχή σου σπλαχνικά σήμερο να τση δώσεις.
295 (Κι ως επαράκουσα προχτές, για υπόθεσιν ολίγη
την έχεις μες στη φυλακήν, κ’ έτοια αφορμή ας σου φύγει.) 290
Κι ας είναι μετά λόγου σας, κ’ εγώ’μαι αναπαημένος,
γ-ή θέλει με, γ-ή διώξει με, κράζομαι πλερωμένος.
Κι αν είν’ και θέ’ να παντρευτεί, όποιο τσ’ αρέσει, ας πάρει·
γ-ή πούρι και δε δύνεται, ουδέ θέλει αντρός γομάρι,
οπού’δαμεν κι άλλες πολλές κι αρίφνητες κ’ εκάμα’, 295
μην το κρατείς τόσα βαρύ, τόσα μεγάλον πράμα.
Λοιπόν, ας πά’ να τση το πού’ γοργό οι Μαντατοφόροι,
ν’ ακούσομε ίντα θέλει πει η φλακιασμένη Κόρη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ρήγας ενεδάκρυωσεν, ετούτα να τ’ ακούσει,
κ’ ήπαψε η μάχη του η πολλή, τα σωθικά πονούσι 300
για τη φτωχήν την Αρετή, γιατ’ ήσαν πέντε χρόνοι,
που δεν την είχε για παιδί, κι ουδ’ έκλαιε, ουδ’ επόνει.
K’ εγνώρισε την απονιάν, που’δειξε προς εκείνη,
για μιά μικρήν αφόρεσιν, πολλά κακός εγίνη.
Το Ριζικόν παρακαλεί, εδά να του βουηθήσει, 305
κ’ η Αρετούσα γι’ Άντρα τση τον Ξένο να θελήσει.
Να πάψουν τα φλακιάσματα κ’ η όργητα η μεγάλη,
και μέσα στες αγκάλες του να την-ε βάλει πάλι.

Ήκραξε δυό Πρωτόγερους, από τους πλιά μεγάλους,
οπού’σανε του Παλατιού πλιά φρόνιμοι παρ’ άλλους, 310
και δίδει τως παραγγελιάν, ίντά’χουσι να κάμου’,
κ’ εις ίντα μόδο να τση πουν την προξενιάν του Γάμου.
Επήγασι στη φυλακήν, την Αρετούσα εκράξαν,
κι ωσάν την είδα’, εκλάψασι κ’ εβαραναστενάξαν,
μιάν τως Κερά, ‘νούς Βασιλιού μοναχοθυγατέρα, 315
να την-ε δουν, πώς βρίσκεται εκείνην την ημέρα.
Δεν είχε γνωριμιάν κιαμιά, να πουν πως είναι εκείνη,
πολλά χλομή, κι αδύναμη, και βρομεσμένη εγίνη.
296 Ωσάν Κεράν την προσκυνούν, με φόβον τής μιλούσι,
λογιάζου’ για την Προξενιάν το πώς να την-ε πούσι. 320
Κι αρχίζουσιν από μακρά, φρόνιμα λόγια εσμίγα’,
λέγοντας σ’ ίντα ευρίσκετον η Χώρα με το Ρήγα.
Και πως ολίγον ήλειψεν όλοι να σκλαβωθούσι,
να πάσι μέσα στη φλακήν οι Βλάχοι να τη βρούσι,
σκλάβα να την-ε πιάσουσι, και να την ασκημίσουν, 325
και κουρσεμένην κ’ έρημην τη Χώραν τως ν’ αφήσουν.

ΠΡΩΤΟΓEPOI
“Μα εβούηθησε το Ριζικόν, ήλαχε ξένη γέννα,
κ’ εγλίτωκε το Βασιλιόν, τη Χώρα μας, και σένα.
Εγλίτωκεν ο Βασιλιός, κ’ η Χώρα εξεσκλαβώθη,
και το κορμί σου από ντροπής κάμωμα-ν ελυτρώθη.” 330

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ετούτα αναθιβάλασιν ομπρός, κι απόκει σώνουν
στον τόπο, οπού εξαμώσασι, στην Προξενιά σιμώνουν.
Και μιά, και δυό, και τρεις φορές με γνώση την-ε λέσι,
πάσκου’ να την-ε σύρουσι, να πει, το πως τσ’ αρέσει.

Σαν τση τ’ απομιλήσασιν, η Κόρη αναδακρυώνει, 335
και προς αυτούς λυπητερά τ’ ανάβλεμμα σηκώνει.

APEΤΟΥΣA
Λέγει· “Δεν εβαρέθηκεν ο Κύρης να πειράζει
μιά διπλοκακορίζικη, μα θέ’ να δικιμάζει
έτσι συχνιά για Παντρειάν, οπού καλά κατέχει,
όσες φορές κι αν το μηνά, χαημένον κόπον έχει; 340
K’ εγώ καλλιά’χω οι πλι’ άσκημοι θανάτοι να με βρούσι,
παρά για Παντρειάν ποτέ μαντάτο να μου πούσι.
Κι αν ήρθε Ξένος εδεπά, τη Χώρα να γλιτώσει,
το πράμα, οπού’μελλεν εμέ, πέτε, να του το δώσει.
Κι ας τον-ε βάλει κι από ‘δά εις το Θρονί του απάνω, 345
κ’ εμέ ας αφήσει στη φλακή σα σκλάβα ν’ αποθάνω.
Και μη μου το μηνύσει πλιό, και σώνει ό,τι μου κάνει,
μη θέλει εις πλιά χερότερα βάσανα να με βάνει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
297 Ξαναμιλούν, διατάσσουν την, και λέσιν τση με γνώση,
μη θέλει μέσα στη φλακήν άδικα να τελειώσει. 350
Κι αν αποθάνει έτσ’ άσκημα, με βάρος του Κυρού τση,
τά κάνει αν πάσιν-ε καλά, να βάλει μες στο νου τση.
Κι ας απακούσει σήμερον σ’ τούτα που τση μιλούσι,
και μηδέ δείχνει έτσ’ άγρια, κάθε όντε τση το πούσι.
N’ αναγαλλιάσου’ οι γειτονιές, να λάμψει το Παλάτι, 355
που η Χώρα είναι για λόγου τση δάκρυα, καημούς γεμάτη.
Να ξανανιώσει ο Κύρης τση, να ξανανιώσει η Μάνα,
οπού τους κρίνει ο λογισμός, και ζωντανοί αποθάνα’.

Απόβγαλέ τσι η Αρετή, δε θέ’ να τως [α]κούσει,
λέγει τως, να μην έρθουσι πλιό τούτα να τση πούσι. 360
Μην την εξαναγκάσουσι, κ’ ένα μαχαίρι πιάσει,
και μπήξει το μες στην καρδιάν, όλα να τα σκολάσει.

Επήγασιν οι φρόνιμοι, του Βασιλιού τα λέσι,
όλοι το πρικαθήκασι, και μετ’ εκείνον κλαίσι.
Επιθυμούσανε κι αυτοί να τον-ε ξετελειώσουν 365
το Γάμον, και την Αρετήν έτοιου Γαμπρού να δώσουν,
για να’ναι πάντα Αφέντης τως, στη Χώρα ν’ απομείνει,
κι όλοι τον-ε ρεχτήκασι στον πόλεμον που εγίνη.

Ο Ρήγας δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή να δώσει,
κ’ ελόγιασε, κ’ εβάλθηκε να την-ε θανατώσει. 370
Αν είν’ και τσ’ άλλους ήδιωξε, για τόσο δεν το πιάνει,
μα ετούτος, οπού εβάλθηκε για κείνον ν’ αποθάνει,
να τον-ε διώχνει έτοιας λογής, να μη θέ’ να γρικήσει,
την Προξενιά για το Γαμπρόν κιανείς να τση μιλήσει,
σ’ τούτο δεν έχει απομονή, μα θέ’ να την τελειώσει, 375
κι ομάδι με τη Νένα τση Θάνατο να τως δώσει.

§Και με τα χείλη τα πρικιά, με γλώσσαν μπερδεμένη,
είπασι του Ρωτόκριτου τά’πεν η φλακιασμένη.
298 Χαρά μεγάλη μέσα του εγρίκα όντε του λέσι,
μα όξω δεν εφανέρωνεν εκείνο που του αρέσει. 380
Εγνώρισε της Αρετής την τόση εμπιστοσύνη,
κουρφά επαρηγοράτονε, κι ολόχαρος εγίνη.
K’ εζήτηξε του Βασιλιού θέλημα, να του ορίσει,
να πάει κι αυτός στη φυλακήν, το Γάμο να μιλήσει.
Κι αν τον-ε διώξει η Αρετή, σε βάρος δεν το παίρνει, 385
μα ως πάρει την απόφαση, χαιράμενος γιαγέρνει.
Σαν τση μιλήσει μιά φοράν, πολλές δεν την παιδεύγει,
κι ως δει και δεν το συβαστεί, πλιόν άλλο δε γυρεύγει.
Κεράν του να την-ε κρατεί, σ’ ό,τι καιρόν κι α’ ζήσει.
Κι ο Κύρης τση γι’ αγάπην του λεύτερη ας την αφήσει. 390

ΡΗΓΑΣ
Απιλογάται ο Βασιλιός, λέγει του· “Καλογιέ μου,
μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βούηθησέ μου.
Κάμε τη να το συβαστεί, κάμε τη να θελήσει,
να πει το Ναι στο Γάμο σας, την όργητα να σβήσει.
Στον πόλεμο μου βούηθησες, κι α’ μου βουηθήσεις πάλι, 395
χάρη πολλή κι αρίφνητη είναι κ’ η μιά κ’ η άλλη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκίνησε ο Ρωτόκριτος, κι οπού αγαπά, ας λογιάσει,
τα πόδια του πώς πορπατούν, τα ζάλα του πώς πάσι.
Ξομπλιάζει, πώς να τση το πει, πώς να την-ε κομπώσει,
πώς να μπορεί να κουρφευτεί, και πώς να τση το χώσει, 400
να μην μπερδέσει η γλώσσα του, να βαραναστενάξει,
κ’ η όψη του εκατό φορές, και πλιότερες ν’ αλλάξει.
Καλά και να’ν’ μελαχρινός, γιατ’ ήτονε βαμμένος,
μα εφαίνετον ο-νόστιμος, γλυκύς, και ζαχαρένιος.
M’ όλον που αφήκε τα μαλλιά τόσον κ’ εμεγαλώσαν, 405
τσι νοστιμάδες κι ομορφιές ποτέ δεν του τσ’ ελιώσαν.
Ήλλαξε και την εμιλιάν, κ’ εμίλειε μπουκωμένα,
κ’ ετρέβλιζεν η γλώσσα του, κ’ εγέλα κάθα ένα.

299 §Σήμερον καλορίζικα, και δροσισμένα ζάλα,
πάτε να βρείτε στη φλακήν το μέλι και το γάλα. 410
Στον τόπον οπού εκρύβγετο των αμματιών του η λάμψη,
κερί σβηστόν εφύλαγε, και πάγει εδά να τ’ άψει.

§Ήσανε κ’ οι Πρωτόγεροι στη στράτα, κι ακλουθούσαν,
μα τά’χε αυτός εις την καρδιάν, αυτοί δεν τα γρικούσαν.
Πάσιν εκείνοι παραμπρός, κράζουν την Αρετούσαν, 415
κείνον που θέλασι απ’ αυτήν, τρομάμενοι εμιλούσαν.
Γιατ’ είχανε πρωτύτερα ετούτοι μιλημένα,
κ’ είδασι πως η Αρετή δεν ήθελε κιανένα.
Μα πούρι αποκοτήσασι να τση μιλήσουν πάλι,
τ’ απόβγαλμα ανιμένουσι κ’ εδά σαν και την άλλη. 420

ΠΡΩΤΟΓEPOI
Λέσι· “Κερά, τούτη η φορά να μας αποφασίσει.
Ο Ξένος θέλει μετά σε σήμερο να μιλήσει·
την όρεξή σου θέ’ να δει, και λόγιασε ίντα κάνεις,
και κρίμα-ν είν’ στη φυλακήν και βρόμους ν’ αποθάνεις.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκείνη, σαν εγρίκησε κείνο που εθέλαν πάλι, 425
ανίμενε με μάνητα τον Ξένο να προβάλει.
Να του μιλήσει, να του πει, να πηαίνει στην οδόν του,
κι ουδέ ποτέ τση να στραφεί να δει το πρόσωπόν του.
Να πάψουσιν οι προξενιές, κ’ η πείραξή τση η τόση,
σήμερο μιάν απόφαση για πάντα να του δώσει. 430

Εσίμωσε ο Ρωτόκριτος στην κακαποδομένη,
κι ωσάν την είδε, ως του νεκρού η όψη του απομένει.
Το φως του πλιό δεν ήβλεπε, τα μάτια του εθαμπώσα’,
το στόμα του εβουβάθηκε, και πλιό δεν έχει γλώσσα.
Στο παραθύρι τση φλακής, στα σίδερα ακουμπίζει, 435
και λιγωμάρες του’ρχουνταν, να την αναντρανίζει.

Ο Κύρης τση πρωτύτερα πέμπει τη φορεσά τση,
να στολιστεί, να ομορφιστεί, και να πλυθεί μηνά τση.
300 Και δεν του φαίνετον πρεπό, του Ξένου να μιλήσει,
έτοιας λογής ασούσουμη, οπού δεν είχε χρήση. 440
K’ εκείνη εγλοτσοπάτησε μες στα πηλά τα ρούχα,
λέγει· “Εγώ θέλω να φορώ, κείνα που πάντα μου’χα.”
Κείνα οπού φόρειε εξέσκισε, τσαμαρδαρά απομένει,
βάνει πηλά στο πρόσωπον, και μες στα βούρκα μπαίνει.
Όσον ημπόρει ασκήμιζε, και μέσα τση λογιάζει, 445
να του ανοστήσει του Γαμπρού, να μην την-ε πειράζει.

Κάμποσην ώρα ακουμπιστός στέκει στο παραθύρι,
σ’ τούτα τα πράματά’σανε οι Γέροντες μαρτύροι.
Κουρφά’κλαιγε, κουρφά πονεί, κιανείς δεν τον-ε νιώνει,
με φρόνεψη όλα τα περνά, με γνώση όλα τα χώνει. 450
Μέσα η καρδιά του εσφάζετο, τα μέλη του όλα ετρέμα’,
το πρόσωπόν του εχλόμιανε, και πλιό δεν έχει αίμα,
έτοιας λογής να τη θωρεί, πώς είν’, και να κατέχει,
το πως πουργά για λόγου του, ό,τι καημούς κι αν έχει.

§Αποκοτά δυό-τρεις φορές, και θέ’ να τση μιλήσει, 455
δεν ήξευρε, πώς να το πει, κ’ ίντα λογής ν’ αρχίσει.
Και μ’ έτοιαν όψη απόμεινε, που η πένα, το μελάνι,
η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί να σας το πει, δε φτάνει.
Μα με την ώρα αποκοτά, κι αγάλια-αγάλια αρχίζει,
να τση μιλεί, να τη θωρεί, να την αναντρανίζει. 460

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Κερά, κατέχεις το, ίντά’καμα για σένα,
κι όσοι κι αν ήρθαν να σε δουν, σου τα’χουσι ‘πωμένα.
Τον Κύρη σου, τη Χώρα σου, και το λαόν τον άλλον
εγλίτωκα, κ’ εις κίντυνον εβάλθηκα μεγάλον.
K’ εις μιάν μπαμπακερή κλωστήν εκρέμασα τη ζήση, 465
ο-για να κάμω τον Οχθρόν, να μη σας-ε νικήσει.
Κι ακόμη τσι λαβωματιές έχω στη σάρκα μέσα,
κι από τον Άδην οι γιατροί, κάτεχε, μ’ ενεστέσα’.
301 Και μη θαρρείς για πλέρωμα επάτησα στον Άδη,
μα’το για σε, οπού πεθυμώ, να σμίξομεν ομάδι 470
εις έσμιξιν παντοτινήν, και Ταίρι να σε κάμω,
και δε λογιάζω δυσκολιά να βάλεις σ’ έτοιο Γάμο.
Κι ως είσαι, κι ως ευρίσκεσαι, θέλω και πεθυμώ σε,
και σπλαχνικά, αγαπητερά απόφαση μου δώσε.
Να βγεις κ’ εσύ από τα πηλά, κι απ’ τη φλακήν ετούτη, 475
να πά’ να βρεις τες Αφεντιές, και τα μεγάλα πλούτη,
να ξημερώσει κι ο-για σε μέρα σιγανεμένη,
να δού’ οι Γονέοι σου χαράν οι πολυπρικαμένοι.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Η Αρετούσα χαμηλά είχε το πρόσωπόν τση,
και πάντα μέσα στα πηλά εξάνοιγε το φως τση. 480
Και δίχως να τον-ε θωρεί, να τον αναντρανίζει,
η γλώσσα τση μανιστικά τέτοιας λογής αρχίζει·
APEΤΟΥΣA
“Σκόλασε, Αφέντη, τά μιλείς, πάψε τ’ αναθιβάνεις,
γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνον τον κόπο χάνεις.
Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως λάμψης χάρη, 485
και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι,
η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο,
παρά να πω ποτέ το Ναι, και Παντρειά να κάμω.
Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ’ το του Κυρού μου,
πως κείνα που του εμίλησα, πάντά’χω μες στο νου μου. 490
Κι αν είν’ κ’ εις έτοιον πόλεμον ήθελε να σε βάλει,
ας κάμει πλούσα ανταμοιβήν και πλερωμή μεγάλη.
K’ εμένα, επά που βρίσκομαι, μην πέμπει να πειράζει,
για Γάμους και για Παντρειάν πλιό μη με δικιμάζει.
K’ εγώ θανάτους εκατόν πλιά’φκολα θέλω πάρει, 495
παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου Αντρός γομάρι.
Η Παντρειά μου είναι η φλακή, χειμώνα-καλοκαίρι,
η σκοτεινάγρα είν’ Άντρας μου, το βρόμον έχω Ταίρι.
302 Το παραθύρι τση φλακής Χώρα μου κι Αφεντιά μου,
τα βούρκα για παρηγοριά, τσ’ αράχνες συντροφιά μου. 500
Τη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω,
κ’ εις ό,τι κι αν μ’ ευρήκασι, γελώ και καμαρώνω.
Και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, και χίλιοι αν-ε περάσουν,
πάντά’ναι σ’ ένα οι λογισμοί, δε στρέφνου’, μηδέ αλλάσσουν.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Λογιάσετε, ο Ρωτόκριτος μ’ ίντα καρδιά σωπαίνει, 505
να δει μιά Αφέντραν και Κεράν ε-τόσα μπιστεμένη.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί, και δύναμη δεν έχει,
ο πόνος κ’ η πολλή χαρά ωσά ζαβόν τον έχει.
Μεγάλον είναι, και πολύ, και πώς να το πιστέψουν,
σ’ χαράν, και πρίκα έναν καιρόν κ’ οι δυό να συνοδέψουν. 510
Μα τούτον είναι φανερόν, κι απαρθινόν εγίνη,
χαρά και πρίκα ο Ρώκριτος είχε την ώρα κείνη.
Είχε χαρά να τη γρικά, πως δεν τον απαρνάται,
κ’ είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται,
σ’ ποιάν κατοικιάν πορεύγεται τες ατσαλιές γεμάτη, 515
και τσ’ Αφεντιές αρνήθηκε, κ’ ήδιωξε το Παλάτι.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί ο-για την ώρα κείνη,
αποχαιρέτησέν την-ε, και κράζει τη Φροσύνη.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τση· “Αφουκράσου,
την ώρα τούτη ό,τι σου πω, πέ’ τα και τση Κεράς σου.” 520

ΠΟΙΗΤΗΣ
Μα πρι’ μιλήσει, απόκουρφα βγάνει το Δακτυλίδι,
με πονηριάν καταχωστά στη χέραν τση το δίδει.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει τση· “Εγώ δε θέλω πλιό να στέκω να πειράζω,
μιάν πρικαμένη σαν αυτή με λόγια να κουράζω.
Το Δακτυλίδι σού’δωκα, δος τση το να το πιάσει, 525
κι ας δει ολημέρα σήμερον, κι ας το καλολογιάσει.
Κι αν-ε με θέλει, ας το κρατεί, αλλιώς ας το γιαγείρει,
πέμπω άνθρωπον, και δος του το ταχιά στο παραθύρι.
303 Στανιό τση δεν την-ε ζητώ, κ’ η Φύση το μανίζει,
τες έσμιξες τσι στανικές συχνιά τες αμποδίζει. 530
Λοιπόν, μιλήσετε κ’ οι δυό, και δέτε το ολημέρα,
κι ας το λογιάσει, οι γνώμες της εις ίντα την εφέρα’,
κ’ ίντ’ όργητα οι Γονέοι τση, και μάχη τής βαστούσι,
γιατί δε θέλει παντρειάς λόγον ποτέ ν’ ακούσει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Το Δακτυλίδι ωσά στανιό το’πιασεν η Φροσύνη, 535
μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνη.

‘Τό εμίσεψε ο Ρωτόκριτος, πάγει στην Αρετούσαν,
είπεν τση την παραγγελιάν, οπού τ’ αφτιά τση ακούσαν.

NENA
Το Δακτυλίδι τ’ όμορφον εκράτειεν εις τη χέρα,
και συντηρώντας το καλά, τση λέγει· “Θυγατέρα, 540
α’ δεν κομπώνει σήμερον ο νους μου στά λογιάζει,
γιατί άνθρωπος με άνθρωπον, πράμα με πράμα μοιάζει,
το Δακτυλίδι βάνει με σε λογισμό μεγάλο.
Τούτο είναι του Ρωτόκριτου, Κερά μου, δίχως άλλο,
εκείνον, οπού του’δωκες, όντε σ’ αποχαιρέτα, 545
επά’ναι τα σουσούμια του, στράφου κ’ εσύ και δέ’ τα.
Και πιάσ’ το πούρι, μη δειλιάς, δέ’ το και ξαναδέ’ το,
κείνο, που του Ρωτόκριτου ήδωκες, κάτεχέ το.
Και να λογιάσω δεν μπορώ πού του’λαχε του Ξένου,
κι ουδέ να πω τα πράματα ετούτα πώς να πηαίνου’.” 550

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ετρόμαξεν η Αρετή έτοιο γνοιανό ν’ ακούσει,
και πιάνει το στο χέρι τση, τα μάτια τση θωρούσι,
πως είν’ το Δακτυλίδιν τση με τ’ ακριβό ζαφείρι,
που’δωκε του Ρωτόκριτου από το παραθύρι.
Τα μάτια εσταματήξασι καλά να το θωρούσι, 555
κι αλλού δεν εστραφήκασι πράμα άλλο πλιό να δούσι.
Ασπρίσασι τα χείλη της, η αναπνιά τση εχάθη,
και το κορμί τση εκρύγιανε, το στόμα τση εβουβάθη.
304 Ήβανε χίλιους λογισμούς, κι ο νους τση ανακατώνει,
πολλώ’ λογιών καμώματα πρικιά τση φανερώνει. 560
Ώρες τα δάκρυα εχώνουνταν, κι ώρες απόξω εβγαίναν,
κι ώρες τα μέλη ήσα’ ζεστά, κι ώρες αποκρυγαίναν.
Ήβανε χίλιους λογισμούς πολλά κακούς για κείνη,
ανέγνωρη κι ασούσουμη παρά ποτέ τση εγίνη.
Εφαίνετό τση να θωρεί σε κίντυνο μεγάλο 565
κείνον, οπού’χεν ακριβόν, παρά κιανέναν άλλο.
Μέσα τση τον ελόγιαζε τα αίματα γεμάτο,
και το κορμί λαβωματιές όλο από πάνω ώς κάτω.
Ώρες σε σκοτεινή φλακή τση φαίνεται εκρατείτο,
κι ώρες πως εξεψύχησε, και ζωντανός δεν ήτο, 570
ώρες πως τον ευρήκασι σφαμένον μες στα δάση,
κ’ εμαζωχτήκαν τα θεριά, και θέ’ να τον-ε φάσι.

Ετούτα, κι άλλα πλι’ άσκημα, στο νουν τση σγουραφίζει,
ωσάν το κάνει στην αρχήν ένας οπού αφορμίζει.
Πολλά φοβάται, και δειλιά, και τόσο πλιά τρομάσσει, 575
και τόσο θανατώνεται, μόνο να το λογιάσει.
Γιατί καιρός επέρασε, χρόνος απάνω-κάτω,
που ο Ρώκριτος δεν ήπεψε του Φίλου του μαντάτο.
Τούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο Δακτυλίδι,
το’να, και τ’ άλλο σφάζει την, και Θάνατον τση δίδει. 580

APEΤΟΥΣA
Τη Νένα δε γυρεύγει πλιό, παρηγοριές δε θέλει,
εδέρνετο, κ’ εφώνιαζεν· “Ίντά’ναι που μου μέλλει,
κ’ ίντα μου φ’λάγει η Μοίρα μου, που αν το λογιάσω μόνο,
την ώραν τούτη ξεψυχώ, πολλ’ άσκημα τελειώνω.
Εγώ δεν έχω απομονή, και μήνυσε, Φροσύνη, 585
του Ξένου, να’ρθει στη φλακή, να μάθω το ίντα εγίνη
ο Ρώκριτος, γιατί γρικώ λιγοθυμιά μού δίδει,
ώστε ν’ ακούσω, πού’βρηκε τούτος το Δακτυλίδι.
305 Γιατί ο Ρωτόκριτος ποτέ δεν ήθελε το δώσει,
μόνο να πάρει Θάνατο, μόνο να παραδώσει. 590

“Ζωή μου κακορίζικη, πολλά τυραννισμένη,
κ’ ίντα μαντάτον εγνοιανόν είναι που σ’ ανιμένει!
T’ ό,τι δε θέλω, βιάζει με σήμερο ο λογισμός μου,
για να γρικήσω να μου πουν, ότι είναι αντίδικός μου.
Η πονεμένη μου καρδιά φοβάται να τ’ ακούσει, 595
κι ο λογισμός μου βιάζει με, πότε να μου το πούσι.
Εις τό με βλάφτει προθυμώ, τό μ’ αλαφρώνει φεύγω,
και τό δε θέλω να μου πουν, με σπούδα το γυρεύγω.
Νένα, δεν έχω απομονή, και σπούδαξε, να ζήσεις,
κάμε το γληγορύτερον, του Ξένου να μηνύσεις.” 600

ΠΟΙΗΤΗΣ
Η Νένα μέσα στην καρδιάν κλαίγει κι αναδακρυώνει,
λογιάζει, πως της Αρετής το τέλος τση σιμώνει.
Κρατεί, πως ο Ρωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
και να βουηθήσει δεν μπορεί η πρικαμένη Νένα.

NENA
Λέγει τση· “Θυγατέρα μου, άφις, και μη σπουδάζεις, 605
ο Ξένος να’ρθει επά για ‘δά, και μην κακολογιάζεις.
Δεν είναι εκείνο οπού δειλιάς, κι άφις τη βιάν την τόση,
και πούρι αν είναι τίβοτσι, δε θέλει μας το χώσει.
Κι έχομε μέρες και καιρόν, κι άφ’ς τον εδά τον Ξένο,
κι από τους φλακατόρους μας γλήγορα εγώ μαθαίνω.” 610

APEΤΟΥΣA
“Νένα”, τση λέγει η Αρετή, “τό γίνηκεν, εγίνη,
και δεν μπορεί ποτέ του πλιόν ακάμωτο να μείνει.
Και πάντης μη, όντε το κακό γενεί, κ’ οι πονεμένοι
αργήσου’ να το μάθουσι, λιγότερο απομένει;
Μα ο-γλήγορα, γ-ή και πλιά αργά αν είν’ κ’ εγώ τα μάθω, 615
το κάμωμα-ν εγίνηκε, κείνο που θέ’ να πάθω.
Βιάζομαι, και δεν είναι πλιό απομονή σε μένα,
και μήνυσέ του γλήγορα, παρακαλώ σε, Νένα.
306 K’ εγώ δε θέ’ να καρτερώ, η μέρα να περάσει.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Πέμπει η Φροσύνη το ζιμιό, και το μαντάτο πάσι, 620
κ’ ήλαχε κ’ ήτον στου Ρηγός, κι Αφέντης ως τ’ ακούσει,
χαράν πολλή σ’ έτοιο εγνοιανό τα μέλη του γρικούσι.

ΡΗΓΑΣ
Και λέγει του Ρωτόκριτου· “‘Πειδή κι αυτή σπουδάζει,
να πάγεις πάλι να σου πει, εδά καλολογιάζει
εκείνα, που τση εμίλησες, κ’ εγώ ό,τι κι αν τσ’ εμήνουν, 625
κ’ εις-ε καλό τα πράματα λογιάζω ν’ απομείνουν.
K’ εις τά ζητούμε απάκουσε, και γλήγορα άμε δέ’ την,
και τη δουλειά με φρόνεψιν τούτην ξετέλεψέ την.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ρώκριτος, που εκάτεχε την αφορμή οπού εκίνα
την Αρετή, και βιαστικά να πάγει εκεί του εμήνα, 630
δε θέ’ να πάρει σύντροφον, μα μοναχός του πηαίνει·
κι ως ήσωσε, την ηύρηκε σαν ξεπεριορισμένη.
Στο παραθύρι εσίμωσε, κ’ η Αρετή αρχινίζει,
απόκοτα να του μιλεί, να τον αναντρανίζει.
Δεν έχει πλιό την κράτηξιν, δε ντρέπεται, μα οι πόνοι 635
την εντροπήν εδιώξασι, τά’χωνε φανερώνει.
Και λιγωμάρα τσ’ ήδιδε, το γλήγορα να μάθει,
αν είν’ και ζεί ο Ρωτόκριτος, γ-ή απόθανε, κ’ εχάθη.
Κι αρχίζει με την πονηριά να τον-ε ξεκινήσει,
πού βρίσκεται ο Ρωτόκριτος, και πού’ναι να γρικήσει. 640

APEΤΟΥΣA
Λέγει· “Μιά χάρη σου ζητώ, πριχού να σου μιλήσω,
και πρι’ για Γάμους και χαρές άλλο ν’ αποφασίσω.
Το Δακτυλίδι οπού’φηκες, κ’εκράτειε το η Φροσύνη,
πού σου’λαχε; τίς σ’ το’δωκε; σ’ ποιόν χρουσοχόν εγίνη;
Μη σου φανεί παράξενον, αν σ’ ερωτώ έτοιο πράμα, 645
γιατί κατέχω να σου πω πού’τον, και ποιοί το εκάμα’.
Ετούτον είναι γνωριστό στο’να κ’ εις τ’ άλλο πλάγι,
καιρός είναι που το’χασα, και να σου πω πώς πάγει.
307 Σε περιβόλι-ν ήλαχα με κι άλλες μιάν ημέρα,
χορούς πολλούς εκάμαμε, κρατώντας με απ’ τη χέρα. 650
K’ εις κείνη την ξεφάντωση, κ’ εις κείνα τα παιγνίδια,
εχάσαμεν αλλήλως μας τέσσερα δακτυλίδια.
Και δίχως άλλο, κάτεχε, τούτο είναι το δικό μου,
κι απομακράς γνωρίζεται, πως είν’ τω’ δακτυλιώ’ μου.
Για τούτο σε παρακαλώ, να μου το πείς και μένα, 655
πού το’βρες, τίς σου το’δωκε, πώς σου’λαχεν εσένα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγρίκησε ο Ρωτόκριτος σ’ εκείνα, που του ελάλει,
μέσα στα φύλλα τση καρδιάς μιάν ταραχή μεγάλη,
γνωρίζοντας τον Πόθον τση, θωρώντας τον καημόν τση,
γιατί με κλάημα τα’λεγε πολύ των αμματιών τση. 660
Μα στέκει ακόμη δυνατός, και θέλει να τα χώσει,
τοδεταχιάς ενίμενε να τα ξεφανερώσει.
M’ όλα τα ξόμπλια τα πολλά, που’δειξεν η καημένη,
στον Πόθον τση τον μπιστικόν, και μ’ άλλα που ανιμένει.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Κερά, να σου το πω, πού το’βρα, να κατέχεις, 665
‘πειδή θωρώ την όρεξιν και πεθυμιάν τήν έχεις.
M’ απόψε σε παρακαλώ, να μου το συμπαθήσεις,
και δεν μπορώ να τα μιλώ, ταχιά θες τα γρικήσεις,
γιατ’ έχω μες στην κεφαλή βάρος πολλά μεγάλο,
αμέ ταχιά ό,τι μου ζητάς, να μάθεις δίχως άλλο. 670
Απονωρίς μ’ ανίμενε, πριν καλοξημερώσει,
κι αληθινήν απιλογιά στά μου’πες θέλω δώσει.
Ταχιά, πού το’βρα να σου πω, πού μου’λαχε, να μάθεις,
μα δέ’ κ’ εσύ, αποφάσισε, σύρσου από ‘κεί οπού στάθης.
Τον Κύρην καλοκάρδισε, τη Μάνα σου, κ’ εμένα, 675
οπού για την Αγάπη σου ήρθα εδεπά στα ξένα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκείνη τον παρακαλεί, ετούτο για ν’ αφήσει,
κ’ εις κείνο, που τον ερωτά, μόνο να τση μιλήσει.
308 Κι αν είναι μπορετό, ας το πει, ταχιά μην ανιμένει,
κ’ η έγνοια τούτη, οπού’βαλε, πολλά την-ε βαραίνει. 680
Και δίχως άλλο γλήγορα τον κλέφτη θέ’ να μάθει,
που’καμε, κι απ’ τη χέραν τση το Δακτυλίδι εχάθη.

§Εθώρειεν τη ο Ρωτόκριτος, κ’ επλήθαινε η χαρά του,
εις τόση Αγάπην προς αυτόν να βρίσκεται η Κερά του.
Ξαναμιλεί τση, λέγει τση τον πόνο ν’ αλαφρώσει, 685
κι ως ξημερώσει, ό,τι ζητά να τση τα φανερώσει.
Μισεύγει κι αποχαιρετά, κ’ η Αρετή απομένει
από την έγνοια που’βαλεν, ωσάν αποθαμένη.
Αγκουσεμένη ευρίσκετον εις τη φλακή όλη νύχτα,
κ’ εις αφορμάγρα οι λογισμοί κ’ οι πόνοι την ερίχτα’. 690
Εκίνα από τη μιά μερά, κ’ επήγαινε στην άλλη,
και τ’ Άστρα, και τον Ουρανόν, τον Ήλιο επαρακάλει,
ο Ξένος για να μην τση πει εκείνο που λογιάζει,
κ’ εκείνο που, όσον το μπορεί, για να το μάθει, βιάζει.
Και τη Φροσύνη οληνυκτίς ρωτά, ξαναρωτά τη, 695
κ’ εκείνη μες στα χέρια τση κι αγκάλες την εκράτει.
Ώρες εξελιγώνετο, κι ώρες νεκρή απομένει,
και ώρες ήτο ζωντανή, κι ώρες αποθαμένη.
Εκείνη η νύκτα πρι’ διαβεί, χρόνος μακρύς τσ’ εφάνη,
και χίλιους-μύριους λογισμούς κακούς στο νουν τση βάνει. 700
Πολύ ήτο, οι αναστεναμοί πώς δεν την εκεντήσαν,
γιατί αρτυμένοι με φωτιάν και με τη λάβραν ήσαν.

§Κείνη τη νύκτα ο Ρώκριτος ποσώς δεν εκοιμήθη,
κι ως ξημερώσει, να το πει τσ’ Αφέντρας του εβουλήθη,
πως είναι εκείνος ο πιστός σκλάβος και δουλευτή[ς] τση, 705
να πάψουσιν οι πόνοι τση κ’ οι αναστεναμοί τση.
Μα’θελε πριν φανερωθεί, πάλι να την πειράξει,
να δει κι αν τον-ε λυπηθεί, και βαραναστενάξει.
309 Να βεβαιώσει πλιότερα την πίστιν τση την τόση,
κ’ ενίμενε με προθυμιά, πότες να ξημερώσει. 710
Μεγάλον ήτο να θωρεί, πώς ήτον μπιστεμένη
για λόγου του, κ’ έτοιας λογής ήτον αποδομένη.
Κι ακόμη δεν εχόρτασε, μα θέ’ να τση το χώσει,
το Θάνατόν του να τση πει, να δει αν αναδακρυώσει.
(Τούτά’ν’ τσ’ Αγάπης πωρικά, τούτά’ν’ του Πόθου οδύνη, 715
έτοιας λογής, μ’ έτοιους καημούς τσ’ αγαπημένους κρίνει.)
Πόσά’δεν ο Ρωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει,
εις τη φτωχήν την Αρετήν, πώς ήτον μπιστεμένη.
Και πάλι θέ’ να καλοδεί, και θέ’ να την πειράξει,
αν είναι κι αγαπά τον-ε, γ-ή λογισμό αν αλλάξει. 720

Άδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις,
βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνεις.
Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ’ ακόμη δεν πιστεύγεις;
Ίντ’ άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις;
Τα πλούτη και την Αφεντιάν αρνήθηκε για σένα, 725
πάντά’ν’ τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα.
Ζει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους,
και μες στη βρομερή φλακήν εδά’χει πέντε χρόνους.
Τες Προξενιές τω’ Βασιλιών αρνήθη και τα πλούτη,
κι ο Κύρης τση τσ’ οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη. 730
Κι ακόμη θέ’ να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις;
Αν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις.

§Καλά το λεν οι φρόνιμοι, η Αγάπη φόβο φέρνει,
κ’ εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει.
Χίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει 735
άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει.
Μα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει
τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει.
310 Οληνυκτίς σ’ τσ’ αγκάλες τση να μένει μετά κείνη,
‘τό σηκωθεί, το βάσανον του Πόθου τον-ε κρίνει. 740
Και φαίνεταί του χάνει την, και πως τον απαρνάται,
κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται.
Και πάντα ξόμπλι-ν εγνοιανό στήν αγαπά γυρεύγει,
κ’ ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τον-ε παιδεύγει.

Εκάτεχε ο Ρωτόκριτος, και φανερά το θώρει, 745
τον Πόθον τον εμπιστικόν, που του βαστά η Κόρη.
Ίντ’ άλλο μεγαλύτερο σημάδι πλιό ανιμένει;
Τόσά’δε, τόσα εγνώρισε, κι ακόμη δε χορταίνει;
Ετούτο μόνο ελείπετο, και μες στο νουν του βάνει,
να πει το πως επόθανε, για να θωρεί ίντα κάνει. 750
Λίγη ώρα θέ’ να την κρατεί στ’ αποθαμένα Πάθη,
κι απόκει όλος χαιράμενος να πει πως ενεστάθη.
Μα’λαχε τούτο γιατρικόν, με τη χαράν η πρίκα,
τα δυό εσυγκεραστήκασιν ομάδι κ’ εσμιχτήκα’.
Κι αν ήθελε φανερωθεί, ως ήρθεν εις τη Χώρα, 755
απ’ τη χαράν τση η Αρετή δεν ήζε πλιό μιάν ώρα.
Τούτον εγίνη σε πολλούς· στην πρίκαν εγλιτώσαν,
μα στη χαρά εποθάνασι, και ξάφνου επαραδώσαν.
Τούτον εβούηθησε πολλά και προς την Αρετούσαν,
το Θάνατον του Ερώκριτου τ’ αφτιά τση ομπρός ακούσαν, 760
κι απόκει τον εγνώρισε, κ’ εφάνη-ν τση ενεστάθη,
κ’ η πίκρα τής εβούηθησε, και ξάφνου δεν εχάθη.
Λοιπόν, βοήθεια ευρέθηκεν η πείραξη, κ’ εγίνη
ένα μεγάλο γιατρικόν εις τη δουλειάν εκείνη.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ’ η μέρα ξημερώνει, 765
να φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο, που χώνει.
Εφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
311 Χορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα’,
κι από τσ’ αγκάλες τ’ Ουρανού γλυκύς Βορράς εφύσα. 770
Τα περιγιάλια ελάμπασι, κ’ η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ’ εις τα νερά εγρικάτο.
Ολόχαρη και λαμπυρή ημέρα ξημερώνει,
εγέλα-ν η Ανατολή, κ’ η Δύση καμαρώνει.
Ο Ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει 775
με λάμψιν, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσαν,
στα κλωναράκια τω’ δεντρών εσμίγαν κ’ εφιλούσαν.
Δυό-δυό εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους, και χαρές εδείχνασι κ’ εκείνα. 780
Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκαν,
πολλά σημάδια τση χαράς στον Ουρανό εφανήκαν.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
στον Ουρανό είν’ τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι, 785
αμέ πετά πασίχαρο, μ’ άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση Χώρας τα στενά, κ’ οι στράτες καμαρώνουν,
όλα γρικούν κουρφές χαρές, κι όλα τσι φανερώνουν.

§Και μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού’το η Αρετούσα,
εμπήκα’ δυό όμορφα πουλιά, κ’ εγλυκοκιλαδούσα’. 790
Στην κεφαλήν της Αρετής συχνιά χαμοπετούσι,
και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ’ τη φλακήν εφύγαν,
αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγαν.

Η Νένα, οπού’τον φρόνιμη γυναίκα του καιρού τση, 795
ήκουσε, κ’ είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου τση,
το πως ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
χαρά μεγάλην προμηνούν, και Γάμου είναι σημάδι.

NENA
312 Λέγει· “Αρετούσα, κάτεχε, σ’ καλόν πολύ το πιάνω
τούτον, οπού’ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω. 800
Σημάδι’ναι του Γάμου σου, ώρα, καλή ώρα να’ναι,
γιά δέ’, κι ό,τι είναι για καλό, στο λογισμό σου βάνε.
Ώς πότε θέ’ να κάθεσαι στο βρόμο, Θυγατέρα,
να διώχνεις τόσες Προξενιές, που του Κυρού σου εφέρα’;
Κι ώς πότε τον Ρωτόκριτο να στέκεις ν’ ανιμένεις; 805
Εσύ από τούτην τη φλακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στά θέλει ο Κύρης σου, να του θεληματέψεις.
Μη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, δεν τον-ε κάνεις Ταίρι,
κι ώστε να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη. 810
Κι αν αποθάνει ο Κύρης σου, παραγγελιάν αφήνει,
κ’ εκείνοι που απομένουσι, ξορίζουν τον κι αυτείνοι.
Λοιπόν, Κερά μου, σκόλασε το λογισμόν τόν έχεις,
κι ο Ξένος γίνεται Άντρας σου, κάμε να το κατέχεις,
αυτός, οπού επολέμησε, κ’ εγλίτωκε τη Χώρα. 815
Πέ’ το κ’ εσύ πως τον-ε θες, και να βρεθεί καλή ώρα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
N’ ακούσει τούτα η Αρετή, εδάρθηκεν ομπρός τση,
κ’ εξανακαινουργιώθηκεν ο πόνος ο παλιός τση.

APEΤΟΥΣA
Λέγει τση· “Ακόμη δεν μπορείς, Νένα, να τα σωπάσεις,
μα ξαναλές τα, κι ως θωρώ, βούλεσαι να με χάσεις. 820
Να σμίξουν όλα τα στοιχειά, να συμβουλέψου’ ομάδι,
να κάμουν ένα[ν], που κιανείς να μην του βρει ψεγάδι,
και να’ναι Ρήγας μοναχός, τον Κόσμο ν’ αφεντεύγει,
γυναίκα του να με ζητά, Ταίρι να με γυρεύγει,
και να μηνύσει ο Κύρης μου την Προξενιάν ετούτη, 825
και να μου δίδει κι από ‘δά τσι χώρες και τα πλούτη,
κάλλιά’χω του Ρωτόκριτου λιγάκι ολπίδα μόνο,
παρά στον Κόσμο Ρήγισσα, κι άλλο να καμαρώνω.
313 Πρικαίνεις, κι αναγκάζεις με άτιες κ’ εσύ, Φροσύνη,
και δε με σώνει ο λογισμός κ’ η παίδα, οπού με κρίνει. 830

“Σήμερο θέλομεν το δει, σαν καλοξημερώσει,
ίντα μαντάτο και φωνήν ο Ξένος θα μου δώσει.
Κι αν είν’ κ’ εχάθη ο Ρώκριτος, δεις θες το θέ’ να κάμω,
ένα μαχαίρι στην καρδιά βάνω Γαμπρό στο Γάμο.
Και τα πουλάκια, οπού’ρθασι συντροφιασμένα ομάδι, 835
σημάδι-ν είν’ πως γλήγορα παντρεύγομαι στον Άδη.
Λογιάζω, κι ο Ρωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
κ’ ήρθε η ψυχή του να με βρει, να σμίξει μετά μένα.
K’ εκείνον, οπού ετάξαμε στο παραθύρι ομάδι,
θυμάται το, και θέλει το, μ’ όλον οπού’ν’ στον Άδη. 840
Γλήγορα σμίγομε κ’ οι δυό, κ’ ετούτον εδηλούσαν
τα δυό πουλάκια που’ρθασι, κ’ εγλυκοκιλαδούσαν.
‘Τό μάθω, πως επόθανε, ζιμιό την ώρα εκείνη
πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, κι ο Γάμος μας εγίνη.
Τούτον οπού’ρθαν τα πουλιά τη νύκταν εις εμένα, 845
ο Γάμος έχει να γενεί σε σπήλια αραχνιασμένα.

“K’ εσύ άλλα των αλλών μου λες, Γαμπρούς μού αναθιβάνεις,
και στά θωρώ, τα πράματα ξανάστροφα τα πιάνεις.
Η μέρα τούτη πρι’ διαβεί, κ’ η άλλη πριν περάσει,
δεις θες αυτές τσι Προξενιές πώς έχουσι να πάσι. 850
Δεις θέλεις ίντα ελόγιασα, κ’ ίντά’βαλα στο νου μου,
κι ο Γάμος μου πώς γίνεται μακρά από του Κυρού μου.
Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να’ναι ο Χάρος,
σκουλήκια να’ναι τα προυκιά, κι ο τάφος μου νοδάρος·
οι αράχνες τα στολίδια μου, κ’ η μαύρη γης Παλάτι, 855
κ’ οι βρομεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι.
Σαν Κύρης, και σα Μάνα μου, σ’ τόπο σκοτεινιασμένον,
θέλουν μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένων.
314 K’ η ψη μου να’ν’ χαιράμενη, πασίχαρη στον Άδη,
‘τό σμίξει του Ρωτόκριτου, και να’ναι πάντα ομάδι.” 860

ΠΟΙΗΤΗΣ
Επέρασεν η νύκτα τση μέσα στες ζάλες κείνες,
κ’ η μέρα αποδιαφώτιζε, κ’ ήρθαν του Ηλιού οι ακτίνες.
Δε θέλει πλιό ο Ρωτόκριτος, δε στέκει ν’ ανιμένει,
μα εκίνησε σπουδαχτικά, πάγει στη φλακιασμένη.
Πιάνει κι ανοίγει τη φλακήν, και το κλειδί-ν εκράτει, 865
βρίσκει τη βρόμους κι ατσαλιές κι όλο πηλά γεμάτη.
Επόνεσε, λυπήθηκε, κι ως το νεκρό απομένει,
να δει, για κείνον, μιάν Κεράν πώς είναι αποδομένη.
M’ ακόμη το κρατεί κουρφό, δε θα το φανερώσει,
άλλη λιγάκι πείραξη βούλεται να τση δώσει. 870
Ήσανε με του λόγου του τση Χώρας οι μεγάλοι,
μα τότες μέσα στη φλακή δε θέλει να τους βάλει.

§Εμπαίνει δίχως σύντροφον, ο-για να μη γρικούσι
κείνα που με την Αρετή θέ’ να συμβουλευτούσι.
Να πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γρικήσει, 875
ώστε να πάνε στου Ρηγός, να τως-ε συμπαθήσει.
Και την ευχήν του σαν καλά Παιδιά να του ζητήξουν,
να τως-ε δώσει θέλημα Αντρόγυνο να σμίξουν.

ΠΟΙΗΤΗΣ
‘Τό εμπήκεν ο Ρωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει,
να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την αναντρανίζει. 880

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει τση· “Τό μ’ ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
πού το’βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Είναι δυό μήνες σήμερον, που’λαχα σ’ κάποια δάση,
εις τη μεράν της Έγριπος, κ’ εβγήκα’ να με φάσι
άγρια θεριά, κ’ εμάλωσα, κ’ εσκότωσα από κείνα, 885
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα’.
Με κίντυνον εγλίτωκα, κι όση ώραν επολέμου’,
να λυτρωθώ από λόγου τως δεν τ’ όλπιζα ποτέ μου.
315 Μα εβούηθησε το Ριζικόν, τ’ Άστρη μ’ ελυπηθήκαν,
κ’ εσκότωσα, κ’ εζύγωξα, κι αλάβωτο μ’ αφήκαν. 890

“Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ’ ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα.
Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ’ εδροσίστηκα, κ’ επέρασέ μου η δίψα, 895
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα’.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη·
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που’σαν κοντά στη βρύση,
ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει. 900
Βρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που’λαμπε σαν τον Ήλιο,
κ’ εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά’χε τα μαλλιά, κ’ εις τα σοθέματά του,
μ’ όλον οπού’τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Και δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα, 905
και το σπαθί και τ’ άρματα, όλα του ματωμένα.

“Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του· “Αδέρφι, γειά σου·
ίντά’χεις κι απονέκρωσες; πού ‘ναι η λαβωματιά σου;”
Τα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ’ αναντρανίζει,
κ’ εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του ‘γγίζει. 910
Με το δακτύλι δυό φορές ήδειχνε να γνωρίσω,
πως είναι εκεί η λαβωματιά, να δω να του βουηθήσω.
Το στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω,
δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Ολίγο κι ουδέ τίβοτσι τον είχε δαγκαμένον, 915
μα’θελεν έχει το θεριό δόντι φαρμακεμένον,
κ’ επήρεν του τη δύναμιν, και την πνοήν του εχάσε,
και το φαρμάκι επέρασε, και μέσα τον επιάσε.
316 Κι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
Ήκλαψα κ’ ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη. 920
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ’ επόνουν,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.
Εψυχομάχειε, κ’ ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω,
κ’ εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου’ να γιατρέψω.
Εις τούτα τα βαρέματα, που’το να ξεψυχήσει, 925
μου’δειχνε πως εκεί κοντά θέλει να μου μιλήσει.

“Σιμώνω, και φιλώ τον-ε, θωρώ κι αναδακρυώνει,
το στόμα με το στόμα μου περ’λαμπαστά σιμώνει.
K’ ήπασκε κι αντρειεύγετον ο-για να μου μιλήσει,
μα το φαρμάκι τση πληγής δε θέ’ να τον αφήσει. 930
Δείχνει μου το δακτύλι του, που’χε το Δακτυλίδι,
κ’ εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μού το δίδει.
Μα δεν το βάστουν στην καρδιάν, να θέ’ να του το βγάλω,
μα μετά κείνον ήθελα στο μνήμα να τον βάλω.
Λέγω του, να’χει απομονή, να το φορεί στη χέρα, 935
και να μηδέν πρικαίνεται εις ό,τι τ’ Άστρη εφέρα’.

“Ως μου’κουσε, εμαζώχτηκε, κ’ ήδειξε να μανίσει,
και να μακρύνω αποδεκεί δε θέλει να μ’ αφήσει.
Ήκλαιγε κι ανεστέναζε με κουρασά μεγάλη,
ήπασκε κ’ εδικίμαζεν εκείνος να το βγάλει. 940
Σαν είδε πως δεν ημπορεί, μου ξαναδείχνει πάλι,
κ’ επιάσε το δακτύλι μου, που’θελε να το βάλει.
Βγάνω το με τα κλάηματα απ’ τ’ αργυρό δακτύλι,
και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ’ αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει, 945
κ’ επιάσα το απ’ το χέρι του κ’ εγώ το Δακτυλίδι.
Τότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ’ αφτιά μου ακούσα’,
κ’ είπασιν-ε τα χείλη του· “Εχάσα σε, Αρετούσα”.
317 Άλλα δυό λόγια εμίλησεν, εις όρκον οπού εμόσα’,
μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ’ εμπέρδαινέ του η γλώσσα. 950
Ετούτον είπε μοναχάς, κ’ ετέλειωσε η ζωή του,
και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Τούτα τα χέρια οπού θωρείς, λάκκο ζιμιό του εσκάψαν,
τούτα τον εσηκώσασι, και τούτα τον εθάψαν.”
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ώς τ’ άκουσεν η Αρετή, ώρα λιγάκι εστάθη 955
αμίλητη, κι ο πόνος τση την ήκαμε κ’ εχάθη.
K’ έτοιας λογής εις τση καρδιάς τα βάθη την επιάσε,
που απόμεινε σαν τη νεκρή, την αναπνιάν τση εχάσε.
Ασάλευτη εστοχάζετο, με δίχως να μιλήσει,
κι οπού την ήθελεν ιδεί, δεν ήθελε γνωρίσει, 960
γ-ή άνθρωπος είν’, γ-ή σγουραφιά, γ-ή ξύλο είναι, γ-ή λίθος,
τόσα πολλά που εχάθηκε στου πόνου τση το βύθος.
Τα δάκρυα τση αποφρύξασι, κ’ η πρίκα τση τα χώνει,
και τούτον έχουν φυσικόν πάντα οι μεγάλοι πόνοι.
Η γλώσσα τση είναι ασάλευτη, τα χείλη δε μιλούσι, 965
τα μάτια εθαμπωθήκασι, δε βλέπουν πλιό να δούσι.
Σαν όντε κάνει την πληγή στη σάρκα το μαχαίρι,
που ομπρός το αίμα σύρνεται εις τση καρδιάς τα μέρη,
κι απόκει τρέχει στην πληγή, σαν την καρδιά βλεπήσει,
κ’ εβγαίνει απόξω, και κινά, σαν το [α]ρμηνεύγει η Φύση― 970
έτσι κι αυτή προς την καρδιάν τα δάκρυα τση εσυρθήκαν,
κι απόκει από τα μάτια τση σαν ποταμός εβγήκαν.
Ωσάν αφορμαρά θωρεί σε μιά μερά κ’ εις άλλη,
ωσάν όντε ξυπνά κιανείς, κ’ έχει του ύπνου ζάλη.
Απάνω-κάτω συντηρά, δεξά-ζερβά γυρίζει, 975
κι απόκει με τα κλάηματα έτοιας λογής αρχίζει.
Επλήθυνε η αποκοτιά, κ’ εχάθηκεν η τάξη,
το νου τση εγρίκα σαν πουλί να φύγει, να πετάξει.
318 Κιανέναν πλιό δε ντρέπεται, κιανένα δε φοβάται,
και με τους αναστεναμούς τα Πάθη τση δηγάται. 980

APEΤΟΥΣA
“Ρωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
Ποιά ολπίδα πλιό μου ‘πόμεινε, και θέλω ν’ ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον Κόσμον πλιό να ζήσω;
Ανάθεμα το Ριζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
Με τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου’, 985
τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου’ σαν ημπόρου’.
Τον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου’,
στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου.
Ξύπνου μου σ’ είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ’ όνειρό μου,
κ’ ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου. 990
Αρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Κύρην, και τη Μάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα’.
Θυμώντας σ[ου], Ρωτόκριτε, πως μου’σαι νοικοκύρης,
εγίνουσουν και Μάνα μου, εγίνουσουν και Κύρης.
Με το παλέτσι εντύθηκα, κ’ εις τ’ άχερα κοιμούμαι, 995
και τη φτωχειά δεν την ψηφώ, τους πόνους δε βαριούμαι.
Για σένα αφήκα τσ’ Αφεντιές, κ’ εμίσησα τα πλούτη,
για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη.
Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους. 1000
Τες πρίκες δεν εγύρευγα, τους πόνους δεν εγρίκουν,
με τη δική σου θύμησιν το Ριζικόν ενίκουν.

“Μοίρα μου, κ’ ίντα λείπεσαι, να κάμεις πλιό σ’ εμένα;
Τη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα.
Ό,τι κι αν είχα, επήρες τα, ίντ’ άλλο σου απομένει; 1005
K’ ίντ’ ανιμένει πλιό να δει ένας, οπού κερδαίνει;
Ενίκησες τον πόλεμον, οπού’χες μετά μένα,
και δε σ’ εψήφουν ώς εδά στά μου’χες καμωμένα.
319 Πάντα επολέμου’ δυνατά, κι όλπιζα να νικήσω,
μα σήμερο μ’ ενίκησες στά φύλαγες οπίσω. 1010
Κι ακόμη θέλεις με να ζω, όχι για να’χω ζήση,
μα για να βασανίζομαι σ’ έτοια μεγάλη κρίση;
Εγώ δε σε φοβούμαι πλιό, ουδ’ ο νους μου σε λογιάζει,
γιατί η ολπίδα όπου βρεθεί, το φόβο συντροφιάζει.
Μα εδά οπού εκείνη εμίσεψε, κι απ’ την καρδιά μου εχάθη, 1015
εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του Ριζικού τα Πάθη.
Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω πλιό ίντ’ ολπίζει,
το Ριζικό δεν το ψηφώ, η Μοίρα δε μ’ ορίζει.

“Μοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α’ θέλεις κάμε,
κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά’μαι. 1020
Και θέ’ να πάρω Θάνατον, κι απείτις αποθάνω,
κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω.
Εις τα βουνιά ας με ρίξουσι, και τα θεριά ας με φάσι,
η απονιά σου να χαρεί, κ’ η γνώμη να χορτάσει.
Ζώντα μου μ’ εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν’ αφήσω, 1025
μα όλπιζα με το Θάνατον κ’ εγώ να σε νικήσω.
Να πάγει η ψη να τον-ε βρει, μ’ όλον που με κατέχεις,
γιατί εις την ψη μας δύναμιν και μπόρεση δεν έχεις.
Δεν είν’ στον Άδη Ριζικά, δεν είν’ στον Άδη Μοίρες,
δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σε ό,τι επήρες. 1030

“Ρωτόκριτε, εξεψύχησες, κ’ επόθανες στα ξένα,
ίντ’ άλλο πλιό μού ‘πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα;
Κι ας ήθελα βρεθεί κ’ εγώ στον τόπον του πολέμου,
να μου φωνιάξεις· “Αρετή, έλα και βούηθησέ μου!”,
να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω, 1035
και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω.
Κι ως άνοιξε το στόμα του τ’ άγριο θεριό ν’ αράσσει,
να βάλω εγώ το χέρι μου, κ’ εσέ να μη δαγκάσει.
320 Μα’τονε κρίμα κι αδικιά, Ρωτόκριτε, μεγάλη,
μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού’ έτοια κάλλη. 1040
Κι ας ήθελά’σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου,
να σ’ ακλουθώ πρωτύτερα στ’ απομισέματά σου.
Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι,
τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου’ οι ψες στον Άδη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει, 1045
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ’ από το χιόνι.
Και πλιό δεν είχεν αναπνιάν, κ’ η αίσθησή τση εχάθη,
κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς τση καρδιάς τα βάθη.
T’ άλλα τση μέλη ήσα’ νεκρά, μόνο η καρδιά σπαράσσει.
Ετρόμαξε ο Ρωτόκριτος μην πά’ και την-ε χάσει, 1050
ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά’βαλε ο νους του ψέγει,
επειδή κ’ έτοια πράματα ήθελε να τση λέγει.
Εδέρνετον κ’ η Νένα τση, στα χέρια την εκράτει,
λογιάζοντας πως είν’ νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη,
και μοιρολόγι θλιβερόν τσ’ ήλεγεν η καημένη, 1055
ελόγιαζε, κ’ εθάρρειε το, πως να’ναι αποθαμένη.
Πούρι ήπλωσε στο στήθος τση, κ’ εσπάρασσε η καρδιά τση,
μ’ ακόμη από το στόμα τση μακρά’το η εμιλιά τση.

Ω, πόσον είναι βαρετό, και δυνατόν περίσσα,
και πώς κατέχου’ να το πουν εκείνοι που αγαπήσα’! 1060
‘Τό’ρθει φωτιά στα μέλη τως, πόσον καημόν αφήνει,
να το μιλήσου’ δεν μπορούν, κ[‘ η] γνώση να το κρίνει.
Δεν ήτονε παράξενον, αν είν’ κ’ η Αρετούσα
έτοιας λογής απόμεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τση ακούσα’.
Εξελιγώθη, στρέφεται, λέγει η γλυκειά τση γλώσσα· 1065
“Απαρθινά, Ρωτόκριτε, θεριά σε θανατώσα’;”
Τα δάκρυα οπού’σαν άλλη μιά εις τα βαθιά χωσμένα,
τόπον ευρήκασιν εδά κ’ ετρέχασι κ’ εβγαίνα’.
321 Και σιγανά εκινήσασι, κι αρχίσαν κ’ επληθαίναν,
σα ριγουλάκι λαμπυρόν, έτσι καθάρια εβγαίναν. 1070

Από την άλλη ο Ρώκριτος πάραυτας ενεστάθη,
και δεν του φαίνεται καιρός να την κρατεί στα Πάθη.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Αρετή, τά μου’τασσες εξελησμονηθήκα’;
Γιατ’ ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα;
Αλίμονο όποιος γελαστεί, να’χει εις γυναίκα ολπίδα! 1075
Και πού’ναι τα όσα μου’ταξες στη σιδερή θυρίδα;”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ώς τ’ άκουσεν η Αρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει,
κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά’ναι που τση λέγει.
Ήλαμψεν ο Ρωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει. 1080
Χρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,
κ’ η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια.
Γνωρίζει τον η Αρετή, καλά τον-ε θυμάται,
μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
Ξαναλιγώνεται η φτωχή απ’ τη χαράν την τόση, 1085
κ’ έκλινε μιά και δυό φορές χάμαι στη γη να δώσει.
Αγκαλιαστήν την ήπιασεν η Νένα τση η Φροσύνη,
κρατεί τη να τσ’ αποδιαβεί η λιγωμάρα εκείνη.
Ήστεκεν ο Ρωτόκριτος, δε θέλει να σιμώσει,
μ’ ανίμενε την Αρετή, θέλημα να του δώσει. 1090
Εξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,
και να μιλήσει απ’ τη χαράν ακόμη δεν ημπόρει.

APEΤΟΥΣA
Σαν επαρασυνήφερε, “Εσύ’σαι πούρι;”, λέγει,
“απαρθινά[‘ν’] πως σε θωρώ; γ-ή όνειρο με παιδεύγει;
Γ-ή κομπωμένος λογισμός σήμερο με πειράζει; 1095
γ-ή φαντασά φαντάζει με, και δείχνει πως του μοιάζει;”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα μάτια τση από τη χαράν ποτάμι εκατεβάζαν,
και με τα δάκρυα οπού’βγανε την πρώτη, δεν εμοιάζαν.
322 Τα πρώτα εβράζα’ ωσά θερμό, πρικιά, φαρμακεμένα,
και τούτα ετρέχα’ δροσερά, γλυκιά, και ζαχαρένια. 1100

§Σαν το λουλούδι, που όμορφο παρ’ άλλο η Φύση κάνει,
κ’ έρθει άνεμος με τη χιονιά να το ψυγομαράνει,
κ’ η ομορφιά του χάνεται, τη μυρωδιά δεν έχει,
όση ώραν είναι ανεμική, κι όση ώρα χιόνι βρέχει·
μα ως έβγει ο Ήλιος να το δει, κ’ η ζέστη να του δώσει, 1105
και να ομορφίσει το ζιμιό, τα φύλλα να ξαπλώσει,
το χιόνι, οπού τριγύρου του χάμαι νερό τού ρίχνει,
τη μυρωδιάν, την ομορφιάν ωσάν και πρώτας δείχνει·
όλες τσι χάρες ωσά βγει ο Ήλιος τού τσι δίδει,
που το’χεν άσκημο ο χιονιάς σ’ τση νύκτας το σκοτίδι― 1110
έτσ’ είχαν και την Αρετήν τα Πάθη μαραμένη,
κι ασούσουμη, κι ανέγνωρη, κακά καταστεμένη.
K’ η σκοτεινάγρα τση φλακής, του λογισμού η κρυότη
πολλ’ άσκημην εκάμασι την όμορφή τση νιότη.
Μα σαν είδεν τον Ήλιο τση μες στη φλακήν κ’ εμπήκε, 1115
εξαναγίνη το ζιμιό, την ασκημιάν εφήκε.
Εγιάγειρεν η ομορφιά, που τσ’ ήτον μακρεμένη,
ήβραζε πάλι, ενέζησε, οπού’τον χιονισμένη.
Ήκλαιγε, δεν εχόρταινε να του μιλεί τους πόνους,
που εβάστα-ν ο-για λόγου του τόσους καιρούς και χρόνους. 1120
Ήκλαιγε κι ο Ρωτόκριτος τα Πάθη των κιντύνων,
βλέποντας πώς ευρίσκετο μιά του Κερά για κείνον,
κ’ ίντ’ ασκημιά’χε κι ατσαλιά το ρούχον οπού εφόρει,
κι από τα νύχια ώς την κορφήν κλαίγοντας την εθώρει.
Επάψασι τα κλάηματα, και τση χαράς η ζάλη, 1125
τσι πρώτες τως αθιβολές ξαναμιλούσι πάλι.

APEΤΟΥΣA
“Άμε πέ'”, λέγει η Αρετή, “γλήγορα του Κυρού μου,
πως να σε πάρω γι’ Άντρα μου ήβαλα εδά στο νου μου.
323 Κι ας πέψει να’ρθει συντροφιά, και τ’ ακριβά μου ρούχα,
που πάντα για ξεφάντωσες και για τσι σκόλες μου’χα. 1130
Να στολιστώ, και να πλυθώ, και να’ρθω στο Παλάτι,
γιατ’ είμαι βούρκα, και πηλά, κι όλο ατσαλιές γεμάτη.
Μα να μου ‘γγίξεις, κάτεχε, ακόμη δε σ’ αφήνω,
ώστε να δώσει ο Κύρης μου το θέλημα-ν εκείνο.
Να συμπαθήσει εσέ, κ’ εμέ, το βάρος του να λιώσει, 1135
κ’ η όργητα τση Μάνας μου κ’ η μάχη να τελειώσει.
Μαύρισε πάλι, ασκήμισε, κιανείς μη σε γνωρίσει,
κ’ εκείνα, οπού περνούν κουρφά, πάγει και ‘μολογήσει.
Κι ομπρός στον Κύρη μου ύστερα να ξομολογηθούσι,
ποιός είσαι να γνωρίσουσι, κ’ ετότες να σε δούσι. 1140
Να τως φανεί παράξενο, να το θαμάξουν όλοι,
να ξετελειώσεις με τιμές του Γάμου μας τη σκόλη.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήπιασεν ο Ρωτόκριτος τ’ άλλο φλασκί, και βάνει
εις τα μαλλιά, και πρόσωπο, σαν πρώτας το μελάνι.
Εγίνη πάλι ανέγνωρος, κ’ οι απόξω δε γρικούσι 1145
εκείνα που εγενήκασι, κ’ εκείνα που μιλούσι.
Κουρφή χαρά’χε η Αρετή, κουρφή χαρά η Φροσύνη,
τό πεθυμούσαν σ’ τσ’ Ουρανούς, χάμαι στη γην εγίνη.

‘Τό βγήκεν όξω απ’ τη φλακήν ο Ρώκριτος, ευρίσκει
τους φρόνιμους τους Γέροντες, δίδει τως το κανίσκι. 1150

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει τως· “Εσυβάστηκε του Ρήγα η Θυγατέρα,
ο Γάμος να ξετελειωθεί ετούτην την ημέρα.
Τα δύσκολα και τα βαρά εδά’ναι αναπαημένα,
κι Άντρα τση εθελημάτεψε, και θέ’ να πάρει εμένα.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Χαρά μεγάλην και πολλήν οι Γέροντες επήρα’, 1155
και κράζουσι την Αρετή μεγάλην καλομοίρα.
Πάγει η λαλιά στου Βασιλιού, σκορπά σ’ όλην τη Χώρα,
πως εις το Γάμον τσ’ Αρετής εδά’ρθεν η καλή ώρα.
324 Τίς πιλαλεί στη μιά μερά, και τίς γλακά στην άλλη,
όλοι επεριοριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη. 1160

§Γρικά το κι ο Πολύδωρος, παράξενο του εφάνη,
που μ’ άλλον Άντρα η Αρετή έσμιξη Γάμου κάνει.
Ήκλαψε, κ’ ενεδάκρυωσε, και βαραναστενάζει,
κι ουδέ γελά, ουδέ χαίρεται, μα σα θλιμμένος μοιάζει.
Και πράμα που δεν όλπιζε, γρικά την ώρα εκείνη, 1165
κι ο-για το Φίλο ελόγιαζε, πού να’ναι, κ’ ίντα εγίνη.

Δυό μήνες επεράσασιν, οπού το στρατολάτη
στην Έγριπο ο Ρωτόκριτος χωσμένον τον εκράτει.
Κι ουδέ μαντάτο, ουδέ γραφή δεν ήπεψε να μάθει,
κ’ ελόγιαζε καθημερνό, κ’ εθάρρει πως εχάθη. 1170
K’ ήτο Θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει,
δεν ξεύροντας ο Φίλος του πού να’ναι κ’ ίντα εγίνη.
Όλοι στη Χώρα χαίρουνται, κ’ ετούτος είν’ θλιμμένος,
ετούτος, κι ο Πεζόστρατος ο κατασφαλισμένος.
K’ οι δυό εγρικούσαν τσι χαρές του Γάμου, κι ό,τι εκάναν, 1175
και μαχαιρές αγιάτρευτες εις την καρδιάν εβάναν.
Κρατούν την πρίκαν τως χωστήν, κιανείς δεν τους γνωρίζει,
γιατί εφοβούντανε πολλά το Ρήγα, οπού τσ’ ορίζει.

Επήγεν ο Ρωτόκριτος στου Αφέντη τα μαντάτα,
σκύφτει, περιλαμ[π]άνει τον, κι ολόχαρος γρικά τα. 1180
Η αγριοσύνη εμέρωσε, δε στράφτει πλιό, δε βρέχει,
την Αρετούσα ο Κύρης τση καλό Παιδί την έχει.
Επάψασιν οι λογισμοί, που τον-ε τυραννούσα’,
πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Αρετούσα.

§Εύκολον είναι στο παιδί, με το γονήν του α’ σφάλει, 1185
και του οργιστεί, στο σπλάχνος του να το γιαγείρει πάλι.
Τούτά’ν’ τση Φύσης τα κουρφά, βρίσκει τα οπ’ τα γυρεύγει,
κι αν είν’ κι ο κύρης το παιδί κιαμιά φορά παιδεύγει,
325 με τον Καιρό σκολάζεται η μάχη και τελειώνει,
και το κακόν οπού’γραψε, μ’ άλλο καλό το λιώνει. 1190
Εις ένα πράμα μοναχάς συμπάθιο δεν ευρίσκει,
όντε το σφάλμα στην τιμήν πληγώνει και βαρίσκει.
Τούτο δεν έχει γιατρικά, γιατί πολλά πληγώνει,
ουδέ παστρεύγεται ποτέ[ς] εκεί που αναμουρδώνει.

§Την Αρετούσα στη φλακήν ο Κύρης τση την έχει, 1195
γιατί δε θέ’ να παντρευτεί, αμ’ άλλο δεν κατέχει.
Κι αν είχε κακοφόρεσες, δίχως θεμέλιον ήσαν,
ξύλα δεν είχαν οι φωτιές, και πάραυτας εσβήσαν.
Μα εδά που τως εμήνυσε, να παντρευτεί πως θέλει,
όλα εγενήκα’ ζάχαρη, όλα εγενήκαν μέλι. 1200
K’ ελάφρυνε το βάρος τως, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’,
κ’ ελαχταρίζα’ να τη δουν ο Κύρης με τη Μάνα.
Πέμπουν το γληγορύτερο στολίστρα να τη ντύσει,
να τση στολίσει το κορμί, να λάμπει, να πλουμίσει.
Και συντροφιάν Αρχοντική, να την-ε συντροφιάσει, 1205
κι όλες οι καλοπίχερες, κι όλες οι πλούσες πάσι.
Εντύσαν την-ε στη φλακήν, τα τσάτσαλά τση εφήκε,
ήλαμψε ο Κόσμος, κ’ ήστραψε, την ώραν οπού εβγήκε.
Φωνές, χαρές εις τα στενά τση Χώρας εγρικούνταν,
που πρώτας την-ε κλαίγασιν, κι όλοι την ελυπούνταν. 1210
Παρακρατεί τη η Νένα τση, στολίζεται κ’ εκείνη,
πάντά’ναι με του λόγου τση, ποτέ δεν την αφήνει.
Ο Κύρης τση, κ’ η Μάνα τση τόση χαρά γρικούσι,
που εξεπεριοριστήκασιν, ώστε να την-ε δούσι.
Πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Αρετούσα, 1215
σαν τως εθελημάτεψε σ’ εκείνο που εποθούσα’.

Ήστεκεν ο Ρωτόκριτος πάντα σιμά στου Ρήγα,
κ’ οι όργητες επάψασι, κ’ οι μάνητες εφύγα’.
326 Εσίμωσεν η Αρετή και μπαίνει στο Παλάτι,
κ’ ήτον η Νένα τση κοντά, κ’ εκείνη την εκράτει. 1220
Πολύς λαός κι αρίφνητος ήρθε την ώρα εκείνη,
πολλή βαβούρα και χαρά εις όλους τως εγίνη.
Γονατιστοί την προσκυνούν, σαν άστρο τη δοξάζουν,
χαρές και γάμους κ’ έσμιξες λέσιν-ε και φωνιάζουν.
Εμπήκε στο Παλάτι τση, κι όλα τα Πάθη εγιάνα’, 1225
κλαίσι, και δεν αρνεύγουσιν ο Κύρης με τη Μάνα,
θυμώντας πώς την είχασι, και πώς τσ’ ελησμονήσαν,
και τώρα που την-ε θωρούν, τον πόνον εγρικήσαν.

Σαν όντε μαύρο νέφαλον άγριο και θυμωμένο
έχει τον Ήλιο μ’ όχθρητα στο σκότος του χωσμένο, 1230
και με τη σκοτεινάδα του τη λάμψη του αμποδίζει,
και με βροντές και μ’ αστραπές τον Κόσμο φοβερίζει,
κι όντε λογιάζουν και θαρρού’ να βρέξει, να χιονίσει,
δούσιν αξάφνου και χαθεί το νέφος και σκορπίσει,
και λαμπυρός παρά ποτέ ο Ήλιος φανερώσει, 1235
ξαπλώσει τες ακτίνες του, λάμψη και βράση δώσει―
έτσ’ ήτο και στην Αρετή. ‘Τό εβγήκεν απ’ τα Πάθη,
η καταχνιά του Παλατιού εσκόρπισε κ’ εχάθη.
Εμπήκε μέσα, κ’ ήλαμψε, κ’ η Χώρα αναγαλλιάσε,
ενίκησε κ’ εκέρδεσε κείνο που πρώτα εχάσε. 1240
Σιμώνει στους Γονέους τση, κι ομπρός τως γονατίζει,
κλαίοντας, αναστενάζοντας, έτοιας λογής αρχίζει·

APEΤΟΥΣA
“Κύρη και Μάνα, αν ήσφαλα εις-ε καιρόν κιανένα,
κι αν σας εκακοκάρδισα, δεν ήτον από μένα.
Η Αγάπη, που έχω εδά σε σας, και τον καιρόν εκείνο, 1245
μ’ έκανε και δεν ήθελα ποτέ να σας μακρύνω.
Και τω’ Ρηγάδω’ οι Προξενιές πάντα μού εδίδαν πρίκα,
η Αγάπη, και το σπλάχνος σας πάσα καιρόν μ’ ενίκα.
327 Κάλλιά’χα μέσα στη φλακή να βρίσκομαι κοντά σας,
παρά μεγάλη Ρήγισσα μακρά απ’ τη συντροφιά σας. 1250
Πάντά’λπιζα και να βρεθεί κιανείς σ’ τούτα τα μέρη,
με την ευχή σας, κι όχι αλλιώς, να τον-ε κάμω Ταίρι.
Και τότες να το πω το Ναι, να σας καλοκαρδίσω,
και πάντα να’μαι μετά σας, όχι να σας αφήσω.
K’ εδά που η Τύχη το’φερε, κ’ οι δυσκολιές επάψαν, 1255
τα σωθικά μου εγιάνασι, που οι πρίκες μού τα κάψαν.

“‘Πειδή κ’ ευρέθη-ν άνθρωπος, κ’ εγλίτωκεν εσένα,
τη Χώραν κι όλον το λαόν, κι απ’ τη φλακήν και μένα·
κ’ ήκαμε και το Βασιλιό το Βλάχο, όπου κι α’ λάχει,
πάντοτε να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη, 1260
κι αυτός, κ’ οι κληρονόμοι του χαράτσι να πλερώνουν,
στους τόπους μας ο-για κακό ποτέ να μη σιμώνουν·
κ’ ήβαλε κ’ εις-ε κίντυνο μεγάλον τη ζωή του,
κ’ ετάξετέ με Ταίρι-ν του ο-για την πλερωμή του·
και θέλει μετά λόγου σας να ζήσει, ν’ αποθάνει― 1265
εθελημάτεψα κ’ εγώ σε τούτο το Στεφάνι.
K’ είδα, κ’ εκαλολόγιασα, πως είν’ πρεπό να κάμω
το θέλημά σου, Κύρη μου, στον εγνοιανό μου Γάμο.
K’ επειδή θέλει μετά σας να ζήσει, ν’ αποθάνει,
συγκλίνομαι, Γονή, κ’ εγώ σε τούτο το Στεφάνι. 1270
Κι αν ήτον και μικρότερος, τη γνώμη μου αναπεύγω,
σα θέλει να’ναι μετά σας, εγώ άλλο δε γυρεύγω.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αγκαλιαστήν την-ε κρατούν ο Κύρης με τη Μάνα,
την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα’.
Με σπλάχνος τη γλυκοφιλούν, με σπλάχνος την ευχούνται, 1275
την περασμένη μάνητα πλιό δεν την-ε θυμούνται.

Πρι’ γονατίσει ο Ρώκριτος, και πρίχου να μιλήσει,
ηθέλησε στον Κύρην του και Μάνα να μηνύσει.
328 Με θέλημα του Βασιλιού, ήπεψε να τως πούσι,
εις το Παλάτι του Αφεντός ο-γλήγορα να ‘ρθούσι. 1280
Την αφορμή δεν ξεύρουσιν ο Ρήγας, μηδ’ οι άλλοι,
ίντά’ναι και μηνούσιν τως με τόση βιά μεγάλη.
Λογιάζου’ πως γιατ’ ήτονε πρώτος εις το Παλάτι,
κι ο Ρήγας συμβουλάτορα [πλιά] απ’ όλους τον εκράτει.
M’ απόσταν εποκότησε προξενητής κ’ εγίνη, 1285
στο σπίτι του ήτον σφαλιστός από την ώρα εκείνη.
Μα τούτον πλιόν ο Βασιλιός δε στέκει να γυρεύγει,
το λογισμό είχε λεύτερο, πλιό δεν τον-ε παιδεύγει.
Όλοι τση Χώρας γνοιάζουνται, και πεθυμού’ να δούσι
τον Κύρην του Ρωτόκριτου κείνο που θα του πούσι. 1290
Ποτέ δεν το λογιάζουσι, όσοι ήσαν στο Παλάτι,
πως ήτον τούτο το παιδί του γέρου Πεζοστράτη.
Αμή εθαρρούσαν όλοι τως, το πως αυτός μηνά του,
σα γέροντα και φρόνιμον, θέλει τη μαρτυριά του.

§Επήγαν κ’ είπασίν του το, εις του Ρηγός να πάγει, 1295
κι ως τ’ άκουσε, αποχλόμιανε, μέσα η καρδιά του εσφάγη.
K’ ελόγιαζε, για πλιότερα βάσανα να του δώσει,
του εμήνυσεν ο Βασιλιός, να πά’ να ξεφαντώσει.
Ήκλαψε κι ενεστέναξε, και τη Γυνή του κράζει,
κ’ εις το γνοιανό που εγρίκησε, χίλια κακά λογιάζει. 1300
Μα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί, κι ο Ρήγας τον ορίζει,
μ’ όλον οπού την όχθρητα και μάχητα γνωρίζει.
Με τα καημένα σωθικά, μ’ όψιν αποθαμένη
καταρδινιάζουνται κ’ οι δυό, οι πολυπρικαμένοι.
Τα μαύρα ρούχα εβγάλασι, μην πά’ οι κακοί να πούσι 1305
του Βασιλιού, πως στη χαρά θλίψιν του προμηνούσι.
Με τα κομμένα γόνατα, με τρομασμένα μέλη
επήγασι στου Βασιλιού, να δούσι ίντα τους θέλει.
329 Πολλά κλιτά τον προσκυνούν, τα πόδια του φιλούσι,
και σα βουβοί εσταθήκασι, κλαίσι, μα δε μιλούσι. 1310

Ώς τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος, τρομάρα τον-ε πιάνει,
μέσα η καρδιά του εκάγηκε, μ’ απόξω δεν του εφάνη.
Εμάθαινε καθημερνό, πώς είναι, πώς περνούσι,
κ’ ερώτα με την πονηριά συχνιά, να του το πούσι,
και γνωστικά επορεύγετο, ο-για να μη γρικήσουν 1315
άλλοι, και δούσι τα κουρφά, και τα χωστά γνωρίσουν.
Άσφαλτα, δίχως σκόνταμα, ήριχνε κάθε ζάλο,
και πάντα με τη φρόνεψιν ήδειχνεν ένα γι’ άλλο.
Εμάθαινε στον Κύρην του, και Μάναν του ίντα εγίνη,
μα δεν ημπόρειε να τους δει, μόνον την ώρα εκείνη. 1320
Αδύναμοι ήσαν και χλομοί, και κατηγορημένοι,
τότες του εφάνη να’ν’ καιρός, δε στέκει ν’ ανιμένει.
Και γονατίζει, να μιλεί κλιτά με ταπεινότη,
στη γλώσσα του τη φυσική, στην εμιλιά την πρώτη.
Την μπουκωτή, και την τρευλήν, και την τσευδήν αφήνει, 1325
στην εμιλιάν του την καλή, σαν ήτον πρώτα, εγίνη.
Συμπάθιο εζήτηξεν ομπρός στά θέλει να μιλήσει,
κι ο Ρήγας είχε πεθυμιάν πολλή να του γρικήσει.

ΕΡΩTOKΡΙΤΟΣ
Λέγει· “Μεγάλε Βασιλιέ, Θρονί τση Δικιοσύνης,
ίντά’χες με του λόγου μου κι αλύπητος εγίνης; 1330
Ίντά’φταιξα; κ’ ίντά’καμα; κ’ ίντά’χ[ε]ς μετά μένα,
και με μεγάλην απονιά μ’ εξόρισες στα ξένα;
Ίντα κακό σού εκάμαμε, κ’ ίντά’βαλες στο νου σου,
κ’ εζύγωξες τον Κύρη μου, που’τον του Παλατιού σου,
και πέντε χρόνια σήμερο, που η όργητά σου εκράτει, 1335
κιανείς μας δεν επάτησε σε τούτο το Παλάτι;

“Και μ’ όλο που μ’ εξόρισες, τ’ αφτιά μου όντεν ακούσαν,
οι Βλάχοι πως σε οχθρέψανε, και πως σε πολεμούσαν,
330 πόνο μεγάλο στην καρδιάν εγρίκησα και πρίκα,
και βάσανο μου εδώκασι τα Πάθη, που σ’ ευρήκα’. 1340
Και δεν ημπόρου’ να γρικώ, πως είσαι σ’ τόση μάχη,
και πως θέ’ να σου πάρουσι την Αφεντιάν οι Βλάχοι,
κ’ εγώ να’μαι στην ξενιτιά, κ’ εγώ να’μαι στα ξένα,
κ’ εξελησμόνησα ζιμιό τά μου’χες καμωμένα.
K’ ήρθα το γληγορύτερον, σ’ βοήθεια σου επολέμου’, 1345
και να γλιτώσω ουδ’ όλπιζα, ουδ’ εθάρρουν το ποτέ μου.
Είδες εκείνα τά’καμα, που άλλος δεν τα εδυνάστη,
κ’ εις μιά μπαμπακερή κλωστήν η ζήση μου εκρεμάστη.
Ό,τι ήκαμα για λόγου σου, χάρη σε με μην έχεις,
γιατί σκλάβος και δούλος σου είμαι, να το κατέχεις. 1350

“Τον περαζόμενον καιρό στη Χώρα σου εκατοίκουν,
κ’ ήρχουμουν στο Παλάτι σου, την εμιλιά σου εγρίκουν.
Και με τον Κύρη μου συχνιά εμίλειε η Αφεντιά σου,
γιατ’ ήτον πάντα μπιστικός και συμβουλάτοράς σου.
K’ η όχθρητά σου αν-ε κρατεί ακόμη, Βασιλιά μου, 1355
πέ’ μου το, να ξενιτευτώ, να μη φανεί η φανειά μου.
Κι αν είν’ και κείνη η προξενιά, που σου’πεν ο Γονιός μου,
ακόμη σκανταλίζει σε, Θάνατον πιάσε δος μου.
Κι αν είν’ κ’ η Θυγατέρα σου, που ακόμη δεν κατέχει
ποιός είμαι, σα μαθητευτώ, εις όχθρητά τση μ’ έχει, 1360
θέλω να ξοριστώ μακρά, όπου θωρούν τα μάτια,
κι ας τάξω δεν εδούλεψα σε τούτα τα Παλάτια.
Ανέγνωρος εγίνηκα, μα τώρα να με δείτε,
ποιός είμαι να γνωρίσετε, κι αλλήλως να το πείτε.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
Την ώρα εκείνη, που μιλεί, κι οπού τ’ αναθιβάνει, 1365
πάντά’χεν εις το πρόσωπον το μαγικό μελάνι.
Κι ο Βασιλιός, κ’ η Ρήγισσα, κι όλοι που το γρικούσαν,
κοιμούνται τως εφαίνετο, κι όνειρο το θαρρούσαν.
331 Κρατούσιν το για θάμασμα, πράμα πολλά μεγάλον,
κ’ εις κάθε λόγο εστρέφουντον, κ’ εθώρειε γ-είς τον άλλον. 1370
Λογιάζουν, κι ο Ρωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα,
και τούτα, οπού τως-ε μιλεί, του τα’χε εκεί ‘πωμένα.
Μα σαν επιάσε το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
τ’ απαρθινά εφανέρωσε, κι ο Ρώκριτος εγίνη.
Όλοι επομείνα’ ασάλευτοι, έτσι να τον-ε δούσι, 1375
δεν ξεύρου’ γ-ή ψοματινά, γ-ή αλήθεια το θωρούσι.
Δεν έχει ο Κύρης κρατημό, μηδέ η καημένη Μάνα,
τρέχουσι, και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα’.
Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξουν,
δεν το ελογιάζασιν-ε πλιό μ’ έτοιον υ-Γιό να σμίξουν. 1380
Φωνές μεγάλες στο λαό χαράς εγρικηθήκα’,
η Χώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα.

Ο Ρήγας κάνει και σωπούν, κι απόκεις αρχινίζει,
κ’ η όχθρητα, κ’ η όργητα σ’ σπλάχνος πολύ γυρίζει.

ΡΗΓΑΣ
Λέγει του· “Γιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα, 1385
γ-ή εγώ’σφαλα, γ-ή εσύ’σφαλες, ας είν’ συμπαθημένα.
K’ επειδή οι χρόνοι κ’ οι καιροί τέλος καλόν εφέραν,
ας τη χαρούμεν όλοι μας τη σημερνήν ημέραν.
K’ επειδή εμέλλετον εσέ η Αρετή, όχι εις άλλο,
εις το Θρονί μου σήμερο σα Ρήγα να σε βάλω. 1390
Να ορίζεις, σα σου φαίνεται, τσι χώρες και τα πλούτη,
Γυναίκα σου και Ταίρι σου, σου δίδω να’ν’ και τούτη.
Εγώ, κατέχεις, Καλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
και δεν μπορώ να γνοιάζομαι κείνα που θέλει η Χώρα.
Και τα Ρηγάτα κ’ οι Αφεντιές εσένα πρέπουν, Γιέ μου, 1395
κι ας τάξω πως δεν τ’ όριζα, μηδ’ είδα τα ποτέ μου.
Με την ευχή μας ολωνών, ωσάν το πεθυμούμε,
να κάμετε κληρονομιάν, και Τέκνα σας να δούμε.”

ΠΟΙΗΤΗΣ
332 Τούτα τα λόγια ο Βασιλιός με κλάηματα τα εμίλειε,
κ’ είχεν τον στην αγκάλην του, με σπλάχνος τον εφίλειε. 1400

ΡΗΓΑΣ
Ήκραξε και την Αρετή, λέγει τση· “Θυγατέρα,
το Γάμο σου εξετέλειωσα ετούτην την ημέρα.
Εσύ ήμελλες του Ερώκριτου, στον Ουρανόν εγράφτη,
για κείνο η γνώμη σου εύκολα σε τούτον ενεπαύτη.
K’ ήδιωξες τους Ρηγόπουλους κ’ έγνοια απ’ αυτούς δεν έχεις, 1405
κ’ εις τούτο[ν] θελημάτεψες, δίχως να τον κατέχεις.
Ξένον τον ελογιάζαμεν, και Ξένον τον ελέγα’,
κ’ ετούτος είν’ ο Ερώκριτος, της αντρειάς η φλέγα.
‘Πειδή και μαύρος σου’ρεσε, σαν όλοι μου το λέσι,
εδά που’ν’ άσπρος και ξαθός, καλύτερα σου αρέσει. 1410
Ευχή τσ’ ευχής μου να’χετε, κι ό,τι εκατηγορήθης,
χαρές να σου γυρίσουσιν, εις ό,τι εδά εβουλήθης,
κ’ ήκαμες κείνο που’θελα, κ’ ήγιανες την πληγή μου,
που αν είχες πει τ’ Όχι κ’ εδά, άνθρωπος πλιό δεν ήμου’.
Γιατ’ ήκαμε για λόγου μας θαμάσματα μεγάλα, 1415
κ’ οι χάρες του μες στην καρδιάν και νου μου τον εβάλα’.
Δεν είναι Ρήγας σαν εμάς, μα η χάρη του είναι τόση,
που Ρήγα τον-ε κράζουσι σε δύναμιν και γνώση.
K’ εκείνα, που αφεντεύγομεν, τσι χώρες κι όλα τ’ άλλα,
αυτείνος μας τα εκέρδεσε με κίντυνα μεγάλα. 1420
Ευχαριστώ του Ριζικού, που σου’δωκε έτοια γνώμη,
που’λεγες, πως δεν ήθελες να παντρευτείς ακόμη.
K’ εφύλαγε ώς το ύστερον, κανίσκι να μου φέρει
έναν, οπού μ’ εγλίτωκε, να σου τον κάμω Ταίρι.
Χαίρου, λοιπόν, Παιδάκι μου, σα χαιρομέσταν όλοι, 1425
και σα μας ανεγάλλιασε του Γάμου σας η σκόλη.
K’ έπαρε με καλήν καρδιάν τά κανισκεύγει η Μοίρα,
κ’ εγώ ποτέ μου έτοια χαρά σαν τούτη δεν επήρα.
333 Ας είστε πάντα μιά βουλή, και πάντα συβασμένοι,
γιατί τσ’ ανάγκες και κακά η σύβαση τα γιαίνει.” 1430

ΠΟΙΗΤΗΣ
Με πονηριάν η Αρετή κάνει πως δεν κατέχει
πρωτύτερας ό,τι θωρεί (κ’ εις τούτο γνώσιν έχει).
Τα φρούδια τση ενεσήκωσε με μαστοριάν η Κόρη,
δείχνει πως το θαμάζεται, στον Ουρανόν εθώρει.
Δείχνει πως ανεπόλπιστον είν’ κείνον, οπού βλέπει, 1435
κ’ εδάγκανε τα χείλη τση (σ’ τούτο έπαινος τση πρέπει).
Εκόμπωσε όλον το λαόν, και κάνει και λογιάζουν
τα ψόματα γι’ απαρθινά, γιατί τσ’ αλήθει[α]ς μοιάζουν.
Με λίγα λόγια φρόνιμα τον Κύρη αποφασίζει,
να κάμει εκείνο που γρικά, και κείνον οπού ορίζει. 1440
Δε θέλει να πολυμιλεί, μη λάχει και μπερδέσει,
και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει.

Εθώρειε κι ο Πολύδωρος, κι ακόμη δεν κατέχει,
αν είναι εκεί ο Ρωτόκριτος, κι αλήθεια δεν την έχει.
Τόσον πολύ του εφάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει, 1445
τον Ήλιο βλέπει, και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει.
Μα ετούτη η δυσκολιά του νου, λίγη ώρα τον εκράτει,
κ’ είδε κι αυτός κ’ επίστεψε σαν τσ’ άλλους στο Παλάτι.
Περιλαμπάνει και φιλεί, και δεν τον-ε χορταίνει
το Φίλον του τον ακριβόν, και δάκρυα τον-ε ραίνει. 1450

§Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη,
και πόση περιδιάβαση σ’ όλην τη Χώρα εγίνη.
Τίς το’λεγε για θάμασμα, τίς όνειρον το κάνει,
τόσο μεγάλο και πολύ, αξάφνου τως εφάνη.

Ο Πεζοστράτης του Ρηγός γονατιστός σιμώνει, 1455
κι ό,τι κι αν είχε στην καρδιάν τότες του φανερώνει.

ΠEΖΟΣΤΡΑΤΟΣ
Λέγει του· “Αφέντη, αν σου’φταιξα εις τον καιρόν εκείνο,
που σου’φερα την προξενιάν, κ’ είπες μου να μακρύνω
334 το τέκνο μου απ’ τη Χώρα σου, κ’ εγώ στο σπίτι μέσα
να κάθομαι, να μην εβγώ, κι ό,τ’ είπα δε σου αρέσα’, 1460
συμπάθησέ μου, Βασιλιέ, α’ λάχει χρεία στην άλλη,
μην πιάνεις με τους δούλους σου τόση κακιά μεγάλη.
Θωρείς τα εδά τα λόγια μου το πως εβεβαιώσα’,
θαρρώ να τα μετάνιωσες τά μου’πε αυτείνη η γλώσσα.

“Πολλά μ’ εκατηγόρησες, κ’ ήκρινες τη ζωή μου, 1465
γιατί σου εμίλησα ο φτωχός καλό για το παιδί μου.
Κάθε γονής παρακαλεί, κάθε γονής ξετρέχει,
να κάμει πλούσο το παιδί, κι ουδ’ άλλην έγνοιαν έχει.
Κι αν επεθύμησα κ’ εγώ, τά πεθυμήσαν κι άλλοι,
δεν ήτον σφάλμα έτσι πολύ, να μ’ εύρει τόση ζάλη, 1470
να’ν’ πέντε χρόνοι σήμερον, που έτοιον υ-Γιό δεν είδα,
οπού τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα.
Μα ετούτα όλα επεράσασι, κι ας τάξω πως δεν ήσαν,
οπού θωρώ και τα κακά σ’ τόσα καλά εγυρίσαν.
K’ οι μάνητες επάψασι, κι η όχθρητα ετελειώθη, 1475
και το μαντάτο το πρικύ μ’ άλλο γλυκύν ελιώθη.
Λοιπό αν σ’ εβάρυνα κ’ εγώ εις-ε καιρόν κιανένα,
ό,τι κι αν επωθήκασιν, ας είν’ συμπαθημένα.
Και την ευχή μου να’χουσι, παιδιά και των παιδιών τως,
και να πληθαίνου’ οι Ουρανοί το πράμα και το βιόν τως.” 1480

ΠΟΙΗΤΗΣ
Μιλώντας, εσηκωθήκε, στην Αρετή σιμώνει,
φιλεί την, κι ωσάν Νύφην του την αποκαμαρώνει.
Εκείνος κ’ η γυναίκα του το κλάημα δε σκολάζουν,
απ’ τη χαράν τήν είχασι, πλιό Πάθη δε λογιάζουν.
Γέμου’ οι αυλές τους άρχοντες, γεμίζει το Παλάτι, 1485
αρχίζουν την ξεφάντωσιν κι ολημερνίς εκράτει.
Κι αργά’μεινε το Αντρόγυνο στην κάμεραν εκείνη,
που’τον αρχή, κ’ εμπήκασι σ’ τσ’ Αγάπης την οδύνη.

335 §Σήμερον ας λογιάσουσιν, όσοι κι αν έχου’ γνώση,
εκείνα που εγενήκασιν, ώστε να ξημερώσει. 1490
Εγώ δε θέλω, και δειλιώ, να σας-ε πω με γράμμα,
τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά’παν, κ’ ίντα ‘κάμα’.
Μπορείτε από τα παρομπρός, που’χετε γρικημένα,
εσείς να τα λογιάσετε, και μη ρωτάτε εμένα.
Τά’πασι, τά μιλήσασι, κ’ εις ό,τι κι αν εγίνη, 1495
κιανείς δεν ξεύρει να το πει, μόνον οι δυό τως κείνοι.

Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
κ’ εκάθησε ο Ρωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.
Με φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσιν ορδινιάζει,
πριχού έρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει. 1500
Όλοι τον αγαπήσασι, κ’ εις τ’ όνομά του εμνέγαν,
κι από τους πρώτους Βασιλιούς πρώτον τον εδιαλέγαν.
Και τω’ Ρηγάδω’ οι διαφορές σε πράματα μεγάλα
κριτή τον είχαν, και ποτέ τά’λεγε δεν εσφάλα’.
Αγαπημένο Αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη, 1505
μουδ’ έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Πλιά ορίζασι και γέροντες, παρά που δίδει η Φύση,
καλή καρδιά τους έθρεφε, σαν το δεντρόν η βρύση.
Εκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
και Μάνα και Κερά Λαλά εγίνη η Αρετούσα. 1510
Για τούτο, οπού’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι.
Ετούτ’ η Αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη,
και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
Και κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει, 1515
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει.
K’ εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν,
κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν.

336 Εσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει,
ήρθε σ’ ανάβαθα νερά, και πλιό δεν κιντυνεύγει. 1520
Θωρεί τον Ουρανό γελά, τη Γη και καμαρώνει,
κ’ εις-ε λιμιώνα ανάπαψ[ης] ήραξε το τιμόνι.
Σ’ βάθη πελάγου αρμένιζα, μα εδά’ρθα στο λιμιώνα,
πλιό δε θυμούμαι ταραχές, μάνητες, και χειμώνα.
Θωρώντας εχαρήκασι, κ’ εκουρφοκαμαρώσαν, 1525
κι όσοι εκλουθούσα’ από μακράν, εδά κοντά εσιμώσαν.
Η γης εβγάνει τη βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει,
και μιά βροντή στον Ουρανόν τσ’ οχθρούς μου φοβερίζει,
εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι,
κι απόκεις δεν κατέχουσι την Άλφα σκιάς να πούσι. 1530

Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ’ έχω το γρικημένα,
να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ’ απανωγραμμένα.
K’ εγώ δε θέ’ να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ’ έχουν,
μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν.

BΙΤΣENΤΖΟΣ είν’ ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOΡΝΑΡΟΣ, 1535
που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ήκαμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει. 1540

Οι στίχοι θέλουν διόρθωσιν, και σάσμα όσο μπορούσι,
γι’ αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γρικούσι